εκπληρώνω: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(11) |
(No difference)
|
Revision as of 06:36, 29 September 2017
Greek Monolingual
και εκπληρώ (-όω) (AM ἐκπληρῶ, -όω
Μ και ἐκπληρώνω)
1. εκτελώ κάτι μέχρι τέλους, φέρω εις πέρας («εκπληρώνω την αποστολή μου, τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, την εντολή που μού δόθηκε)
2. τηρώ («εκπληρώνω την υπόσχεσή μου», «ὑπόσχεσιν ή χάριν ἐκπληρῶ»)
νεοελλ.
φρ. «εκπληρώνω χρέη νομάρχη, διοικητή κ.λπ.» — ασκώ τα καθήκοντα, αντικαθιστώ
αρχ.-μσν.
1. ξεπληρώνω («χρέος ἐκπληρῶ»)
2. ἐκπληροῡμαι
γεμίζω τελείως, είμαι εντελώς γεμάτος
μσν.
τελειώνω
αρχ.
1. γεμίζω κάτι εντελώς
3. συμπληρώνω αριθμό
3. επανδρώνω πλοίο.