εκπληρώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
(11)
(No difference)

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

και εκπληρώ (-όω) (AM ἐκπληρῶ, -όω
Μ και ἐκπληρώνω)
1. εκτελώ κάτι μέχρι τέλους, φέρω εις πέραςεκπληρώνω την αποστολή μου, τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, την εντολή που μού δόθηκε)
2. τηρώεκπληρώνω την υπόσχεσή μου», «ὑπόσχεσιν ή χάριν ἐκπληρῶ»)
νεοελλ.
φρ. «εκπληρώνω χρέη νομάρχη, διοικητή κ.λπ.» — ασκώ τα καθήκοντα, αντικαθιστώ
αρχ.-μσν.
1. ξεπληρώνωχρέος ἐκπληρῶ»)
2. ἐκπληροῡμαι
γεμίζω τελείως, είμαι εντελώς γεμάτος
μσν.
τελειώνω
αρχ.
1. γεμίζω κάτι εντελώς
3. συμπληρώνω αριθμό
3. επανδρώνω πλοίο.