ἰσοδυναμία: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_10) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσοδῠνᾰμία''': ἡ, ἴση [[δύναμις]] ἢ [[ἰσχύς]], Τίμ. Λοκρ. 95Β. | |lstext='''ἰσοδῠνᾰμία''': ἡ, ἴση [[δύναμις]] ἢ [[ἰσχύς]], Τίμ. Λοκρ. 95Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ (Α [[ἰσοδυναμία]]) [[ισοδύναμος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του ισοδύναμου, ίση [[δύναμη]], [[ισότητα]] δύναμης ή ισχύος<br /><b>2.</b> [[ομοιότητα]] στη [[σημασία]] ή στην [[αξία]]<br /><b>3.</b> <b>φυσιολ.</b> η [[ικανότητα]] διαφόρων τροφών να αντικαθίστανται με άλλες τροφές, σε διάφορες ποσότητες, [[επειδή]] έχουν την [[ίδια]] ενεργειακή [[αξία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A equal force or power, Ti.Locr.95b. 2 equivalence in meaning, A.D.Conj.244.17. 3 Astrol., equipollence, Ptol.Tetr.132, Vett.Val.296.11.
German (Pape)
[Seite 1264] ἡ, gleiche Macht, Bedeutung, Geltung; Tim. Locr. 95 c; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοδῠνᾰμία: ἡ, ἴση δύναμις ἢ ἰσχύς, Τίμ. Λοκρ. 95Β.
Greek Monolingual
ἡ (Α ἰσοδυναμία) ισοδύναμος
1. η ιδιότητα του ισοδύναμου, ίση δύναμη, ισότητα δύναμης ή ισχύος
2. ομοιότητα στη σημασία ή στην αξία
3. φυσιολ. η ικανότητα διαφόρων τροφών να αντικαθίστανται με άλλες τροφές, σε διάφορες ποσότητες, επειδή έχουν την ίδια ενεργειακή αξία.