ἰσουργός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(6_15)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσουργός''': όν (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος ὅμοια πράγματα, ἔχων ὁμοίαν δύναμιν, Δίδ. Ἀλ. 804C, Κύριλλ. Ἀλ. Ι. 165Β, Χ. 17C. ― οὐσιαστ. ἰσουργία, ἡ, Κυρίλλου ἅπαντα τόμ. 1, σ. 361C.
|lstext='''ἰσουργός''': όν (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος ὅμοια πράγματα, ἔχων ὁμοίαν δύναμιν, Δίδ. Ἀλ. 804C, Κύριλλ. Ἀλ. Ι. 165Β, Χ. 17C. ― οὐσιαστ. ἰσουργία, ἡ, Κυρίλλου ἅπαντα τόμ. 1, σ. 361C.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσουργός]], -όν (Α)<br />αυτός που εργάζεται [[εξίσου]], [[κατά]] παρόμοιο τρόπο με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εργον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαναυσ</i>-<i>ουργός</i>, <i>θερμ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσουργός Medium diacritics: ἰσουργός Low diacritics: ισουργός Capitals: ΙΣΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: isourgós Transliteration B: isourgos Transliteration C: isourgos Beta Code: i)sourgo/s

English (LSJ)

όν, (ἔργον)

   A doing like things, Phot.

German (Pape)

[Seite 1268] gleichthuend, VLL. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσουργός: όν (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος ὅμοια πράγματα, ἔχων ὁμοίαν δύναμιν, Δίδ. Ἀλ. 804C, Κύριλλ. Ἀλ. Ι. 165Β, Χ. 17C. ― οὐσιαστ. ἰσουργία, ἡ, Κυρίλλου ἅπαντα τόμ. 1, σ. 361C.

Greek Monolingual

ἰσουργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται εξίσου, κατά παρόμοιο τρόπο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ουργός (< εργον), πρβλ. βαναυσ-ουργός, θερμ-ουργός].