καθάρυλλος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(6_17) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθάρυλλος''': -ον, κωμικὸν ὑποκορ. τοῦ [[καθαρός]], «καθαρούτσικος», ἄρτους πριάμενος μὴ τῶν καθαρύλλων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νυκτὶ μακρᾶ» 1. - Ἐπίρρ. καθαρύλλως, Κρατῖν. ἐν «Δηλιάσιν» 7. | |lstext='''καθάρυλλος''': -ον, κωμικὸν ὑποκορ. τοῦ [[καθαρός]], «καθαρούτσικος», ἄρτους πριάμενος μὴ τῶν καθαρύλλων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νυκτὶ μακρᾶ» 1. - Ἐπίρρ. καθαρύλλως, Κρατῖν. ἐν «Δηλιάσιν» 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καθάρυλλος]], -ον (Α)<br />(κωμ. υποκορ. του [[καθαρός]]) [[κάπως]] [[καθαρός]], λίγο [[καθαρός]], [[καθαρούτσικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθαρύλλως</i> (Α)<br />[[κάπως]] [[καθαρά]], καθαρούτσικα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>υλλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άρκ</i>-<i>υλλος</i>, <i>μάτρ</i>-<i>υλλος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, Com. Dim. of καθαρός,
A dainty, ἄρτοι Pl.Com.86. Adv. -λλως Cratin.27.
German (Pape)
[Seite 1282] dim. zu καθαρός, säuberlich, Plat. com. bei Ath. III, 110 d; auch adv., Cratin. ib. IX, 396 b.
Greek (Liddell-Scott)
καθάρυλλος: -ον, κωμικὸν ὑποκορ. τοῦ καθαρός, «καθαρούτσικος», ἄρτους πριάμενος μὴ τῶν καθαρύλλων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νυκτὶ μακρᾶ» 1. - Ἐπίρρ. καθαρύλλως, Κρατῖν. ἐν «Δηλιάσιν» 7.
Greek Monolingual
καθάρυλλος, -ον (Α)
(κωμ. υποκορ. του καθαρός) κάπως καθαρός, λίγο καθαρός, καθαρούτσικος.
επίρρ...
καθαρύλλως (Α)
κάπως καθαρά, καθαρούτσικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + υποκορ. κατάλ. -υλλος (πρβλ. άρκ-υλλος, μάτρ-υλλος)].