ἰσχαδοκάρυον: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
(6_21)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχᾰδοκάρυον''': τό, [[μῖγμα]] ξηρῶν σύκων [[μετὰ]] [[καρύων]] ἢ ἀμυγδάλων, Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 7, 23· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., [[αὐτόθι]] 3. 9, 22., 4, 7, 22.
|lstext='''ἰσχᾰδοκάρυον''': τό, [[μῖγμα]] ξηρῶν σύκων [[μετὰ]] [[καρύων]] ἢ ἀμυγδάλων, Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 7, 23· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., [[αὐτόθι]] 3. 9, 22., 4, 7, 22.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχαδοκάρυον]], τὸ (Α)<br />[[επιδόρπιο]] από [[μίγμα]] ξηρών σύκων με [[καρύδι]] ή αμύγδαλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχάς]] -[[άδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κάρυον]] <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] «[[καρύδι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεπτο</i>-[[κάρυον]], <i>μοσχο</i>-[[κάρυον]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχᾰδοκάρῠον Medium diacritics: ἰσχαδοκάρυον Low diacritics: ισχαδοκάρυον Capitals: ΙΣΧΑΔΟΚΑΡΥΟΝ
Transliteration A: ischadokáryon Transliteration B: ischadokaryon Transliteration C: ischadokaryon Beta Code: i)sxadoka/ruon

English (LSJ)

[κᾰ], τό,

   A mixture of figs and almonds, Arr.Epict. 4.7.23: pl., ib.3.9.22,4.7.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχᾰδοκάρυον: τό, μῖγμα ξηρῶν σύκων μετὰ καρύων ἢ ἀμυγδάλων, Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 7, 23· ὡσαύτως κατὰ πληθ., αὐτόθι 3. 9, 22., 4, 7, 22.

Greek Monolingual

ἰσχαδοκάρυον, τὸ (Α)
επιδόρπιο από μίγμα ξηρών σύκων με καρύδι ή αμύγδαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς -άδος + -κάρυον < κάρυον «καρύδι»), πρβλ. λεπτο-κάρυον, μοσχο-κάρυον.