κακεργέτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(6_19)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακεργέτης''': -ου, ὁ, κακὰ ἐργαζόμενος, σκωπτικὸν [[ὄνομα]] τοῦ Ϛ΄ Πτολεμαίου (τοῦ Φύσκωνος) ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[εὐεργέτης]], Ἀθήν. 184C· [[ὡσαύτως]] κακεργάτης, Νικήτ. Εὐγ. 4. 164· -θηλ. -γάτις ἢ -γέτις, ιδος, Θεμίστ. 33D, Διον. Ἀρεοπ. 441Α.
|lstext='''κακεργέτης''': -ου, ὁ, κακὰ ἐργαζόμενος, σκωπτικὸν [[ὄνομα]] τοῦ Ϛ΄ Πτολεμαίου (τοῦ Φύσκωνος) ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[εὐεργέτης]], Ἀθήν. 184C· [[ὡσαύτως]] κακεργάτης, Νικήτ. Εὐγ. 4. 164· -θηλ. -γάτις ἢ -γέτις, ιδος, Θεμίστ. 33D, Διον. Ἀρεοπ. 441Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακεργέτης]] και [[κακεργάτης]], ὁ, θηλ. [[κακεργέτις]] και [[κακεργάτις]] (Α)<br />(ως σκωπτικό όνομα του Πτολεμαίου Ζ' σε [[αντίθεση]] με τον Πτολεμαίο Β' τον Ευεργέτη) αυτός που εργάζεται το [[κακό]], [[κακοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακο</i>-<i>ερ</i>-<i>γός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>) - <span style="color: red;">+</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>εργέτης</i> (<b>βλ.</b> και <i>κακο</i>-<i>εργέτις</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκεργέτης Medium diacritics: κακεργέτης Low diacritics: κακεργέτης Capitals: ΚΑΚΕΡΓΕΤΗΣ
Transliteration A: kakergétēs Transliteration B: kakergetēs Transliteration C: kakergetis Beta Code: kakerge/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A evildoer, nickname of Ptolemy Euergetes II, Ath.4.184c:

German (Pape)

[Seite 1298] ὁ, der Bösethuende, Ath. IV, 184 c.

Greek (Liddell-Scott)

κακεργέτης: -ου, ὁ, κακὰ ἐργαζόμενος, σκωπτικὸν ὄνομα τοῦ Ϛ΄ Πτολεμαίου (τοῦ Φύσκωνος) ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐεργέτης, Ἀθήν. 184C· ὡσαύτως κακεργάτης, Νικήτ. Εὐγ. 4. 164· -θηλ. -γάτις ἢ -γέτις, ιδος, Θεμίστ. 33D, Διον. Ἀρεοπ. 441Α.

Greek Monolingual

κακεργέτης και κακεργάτης, ὁ, θηλ. κακεργέτις και κακεργάτις (Α)
(ως σκωπτικό όνομα του Πτολεμαίου Ζ' σε αντίθεση με τον Πτολεμαίο Β' τον Ευεργέτη) αυτός που εργάζεται το κακό, κακοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακο-ερ-γός (< κακ(ο) - + ἔργον), πρβλ. ευ-εργέτης (βλ. και κακο-εργέτις)].