διαδορατίζομαι: Difference between revisions
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[luchar con lanza]], [[alancear]], [[luchar]] οἱ πυργομαχοῦντες ἐκ χειρὸς ταῖς σαρίσαις διαδορατιζόμενοι Plb.5.84.2, cf. I.<i>BI</i> 5.119, cf. <i>PKöln</i> 186.1 (II a.C.), en v. pas. διαδορατισθέντες atravesados por la lanza</i> M.Ant.4.3<br /><b class="num">•</b>fig. [[luchar abiertamente]] (Πλάτων) πρὸς Ὅμηρον ... οἱονεὶ διαδορατιζόμενος Longin.13.4. | |dgtxt=[[luchar con lanza]], [[alancear]], [[luchar]] οἱ πυργομαχοῦντες ἐκ χειρὸς ταῖς σαρίσαις διαδορατιζόμενοι Plb.5.84.2, cf. I.<i>BI</i> 5.119, cf. <i>PKöln</i> 186.1 (II a.C.), en v. pas. διαδορατισθέντες atravesados por la lanza</i> M.Ant.4.3<br /><b class="num">•</b>fig. [[luchar abiertamente]] (Πλάτων) πρὸς Ὅμηρον ... οἱονεὶ διαδορατιζόμενος Longin.13.4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαδορατίζομαι]] (Α) [[δορατίζομαι]]<br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] στη [[μάχη]]<br /><b>2.</b> [[ενοχλώ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
A fight with spears, and generally, contend in battle, Plb.5.84.2, J.BJ5.3.3, M.Ant.4.3: metaph., 'break a lance', contend, Longin.13.4 (and so perh. in M.Ant. l.c.).
German (Pape)
[Seite 576] mit der Lanze gegen Jemand (τινί) wetteifern, gegen ihn kämpfen, Pol. 5, 84; Longin.
Greek (Liddell-Scott)
διαδορατίζομαι: ἀποθ., διαγωνίζομαι διὰ δοράτων, ἀκροβολίζομαι, Λατ. velitari, Πολύβ. 5. 84, 2, Μ. Ἀντών. 4. 3· πρβλ. διαξιφίζομαι.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. Pass.
transpercer ou frapper d’un coup de lance : διαδορατισθέντες M.ANT percés de coups de lance;
Moy. seul. prés.
1 combattre avec la lance;
2 engager des escarmouches.
Étymologie: διά, δόρυ.
Spanish (DGE)
luchar con lanza, alancear, luchar οἱ πυργομαχοῦντες ἐκ χειρὸς ταῖς σαρίσαις διαδορατιζόμενοι Plb.5.84.2, cf. I.BI 5.119, cf. PKöln 186.1 (II a.C.), en v. pas. διαδορατισθέντες atravesados por la lanza M.Ant.4.3
•fig. luchar abiertamente (Πλάτων) πρὸς Ὅμηρον ... οἱονεὶ διαδορατιζόμενος Longin.13.4.
Greek Monolingual
διαδορατίζομαι (Α) δορατίζομαι
1. αγωνίζομαι στη μάχη
2. ενοχλώ.