διαξιφίζομαι

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαξῐφίζομαι Medium diacritics: διαξιφίζομαι Low diacritics: διαξιφίζομαι Capitals: ΔΙΑΞΙΦΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: diaxiphízomai Transliteration B: diaxiphizomai Transliteration C: diaksifizomai Beta Code: diacifi/zomai

English (LSJ)

fight to the death, τινὶ περί τινος Ar.Eq.781.

Spanish (DGE)

(διαξῐφίζομαι)
tirar de espada hasta el final Μήδοισι ... περὶ τῆς χώρας Μαραθῶνι Ar.Eq.781, cf. Eust.1604.31.

German (Pape)

[Seite 593] (mit Schwertern) kämpfen, τινὶ περι τινος, Ar. Equ. 781.

French (Bailly abrégé)

se battre l'épée à la main, τινι περί τινος avec qqn pour qch.
Étymologie: διά, ξίφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαξιφίζομαι [διά, ξιφίζω] aor. 2 sing. διεξιφίσω, een duel uitvechten, met dat. en περί + gen.: δ. Μήδοισι περὶ τῆς χώρας Μαραθῶνι met de Perzen in Marathon een duel uitvechten om je land Aristoph. Eq. 781.

Russian (Dvoretsky)

διαξῐφίζομαι: сражаться с мечом в руке (τινι περί τινος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

διαξῐφίζομαι: ἀποθ., μάχομαι διὰ τοῦ ξίφους, τινὶ περί τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 781.

Greek Monolingual

διαξιφίζομαι) (αποθ.) ξιφίζω < ξίφος
μάχομαι με ξίφος, ξιφομαχώ
νεοελλ.
διαπληκτίζομαι φραστικώς.

Greek Monotonic

διαξῐφίζομαι: (ξίφος), αποθ., πολεμώ ως το θάνατο, μέχρι θανάτου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ξίφος
Dep. to fight to the death, Ar.