ἐσχαρίς: Difference between revisions

From LSJ

Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />brasier pour la pêche de nuit (~lamparo).<br />'''Étymologie:''' [[ἐσχάρα]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br />brasier pour la pêche de nuit (~lamparo).<br />'''Étymologie:''' [[ἐσχάρα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐσχαρίς]], ἡ (Α) [[εσχάρα]]<br /><b>1.</b> μικρό πύραυνο, [[μαγκάλι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] φανού που χρησιμοποιείται για [[ψάρεμα]] τη [[νύκτα]], [[πυροφάνι]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχαρίς Medium diacritics: ἐσχαρίς Low diacritics: εσχαρίς Capitals: ΕΣΧΑΡΙΣ
Transliteration A: escharís Transliteration B: escharis Transliteration C: escharis Beta Code: e)sxari/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A brazier, Alex.250, Plu.Crass.16, etc. ; . χρυσῆ CIG2859 (Branchidae) ; ἐ. ἀργυρᾶ IG12(8).51.22 (Imbros, ii B.C.) ; used in fishing by night. Ael.NA2.8.

German (Pape)

[Seite 1045] ίδος, ἡ, Kohlenbecken, Räucherpfanne, Alexis bei Ath. XIV, 642 f; Plut. Poplic. 17, öfter, u. a. Sp.; vgl. noch Ael. N. A. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχᾰρίς: -ίδος, ἡ, μικρὸν πύραυνον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 435. Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1, Πλουτ. Κράσσ. 16, κτλ.· ἐσχ. χρυσῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 2859· εἶδος φανοῦ ἐν χρήσει πρὸς ἁλιείαν κατὰ τὴν νύκτα, «πυροφάνι», τῆς πρῴρας τῶν ἀκατίων κοίλας τινὰς ἐξαρτῶσιν ἐσχαρίδας πυρὸς Αἰλ. π. Ζ. 2. 8, ἴδε τὴν λ. ἰπνὸς ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
brasier pour la pêche de nuit (~lamparo).
Étymologie: ἐσχάρα.

Greek Monolingual

ἐσχαρίς, ἡ (Α) εσχάρα
1. μικρό πύραυνο, μαγκάλι
2. είδος φανού που χρησιμοποιείται για ψάρεμα τη νύκτα, πυροφάνι.