καταπλαγία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
(b)
 
(19)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] ἡ, Furchtsamkeit, Poll. 3, 137.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] ἡ, Furchtsamkeit, Poll. 3, 137.
}}
{{ls
|lstext='''καταπλαγία''': [[κατάπληξις]], τὸ καταπλαγῆναι, Πολυδεύκ. Γ΄, 137.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπλαγία]], ἡ (Α) [[καταπλαγής]]<br /><b>1.</b> [[κατάπληξη]]<br /><b>2.</b> [[υπερβολικός]] [[φόβος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:38, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1370] ἡ, Furchtsamkeit, Poll. 3, 137.

Greek (Liddell-Scott)

καταπλαγία: κατάπληξις, τὸ καταπλαγῆναι, Πολυδεύκ. Γ΄, 137.

Greek Monolingual

καταπλαγία, ἡ (Α) καταπλαγής
1. κατάπληξη
2. υπερβολικός φόβος.