κατανείφω: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[κατανίφω]].
|btext=<i>c.</i> [[κατανίφω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατανείφω]] και [[κατανίφω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καλύπτω]] με [[χιόνι]] («εἰ μὴ κατενειψε [[χιόνι]] τήν Θρᾴκην», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] από [[ψηλά]] σαν [[χιόνι]], [[πασπαλίζω]] («κατανίψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντάς», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>κατανείφει</i><br />χιονίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[νείφω]] «[[καλύπτω]] με [[χιόνι]]»].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατανείφω Medium diacritics: κατανείφω Low diacritics: κατανείφω Capitals: ΚΑΤΑΝΕΙΦΩ
Transliteration A: kataneíphō Transliteration B: kataneiphō Transliteration C: kataneifo Beta Code: katanei/fw

English (LSJ)

fut. -νείψω (v. infr.),

   A snow all over, cover with snow, κατένειψε Χιόνι τὴν Θρᾴκην [ὁ θεός], i.e. snow fell over all Thrace, Ar. Ach.138:—Pass., Plu.Luc.24: metaph., sprinkle as with snow, Luc. VH2.14; κατανείψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντας Id.Lex.15.    II abs., κατανείφει it snows, κεἰ κριμνώδη κατανείφοι even were it to snow thick as meal, Ar.Nu.965.

French (Bailly abrégé)

c. κατανίφω.

Greek Monolingual

κατανείφω και κατανίφω (Α)
1. καλύπτω με χιόνι («εἰ μὴ κατενειψε χιόνι τήν Θρᾴκην», Αριστοφ.)
2. ρίχνω κάτι από ψηλά σαν χιόνι, πασπαλίζω («κατανίψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντάς», Λουκιαν.)
3. απρόσ. κατανείφει
χιονίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + νείφω «καλύπτω με χιόνι»].