κατάμπελος: Difference between revisions
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
(6_16) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάμπελος''': -ον, [[πλήρης]] [[ἀμπέλων]], [[χώρα]] Στράβ. 179· κ. καὶ [[ὑπόδενδρος]] Βυζ. | |lstext='''κατάμπελος''': -ον, [[πλήρης]] [[ἀμπέλων]], [[χώρα]] Στράβ. 179· κ. καὶ [[ὑπόδενδρος]] Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατάμπελος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[πολλά]] αμπέλια («χώραν δ' ἔχουσιν κατάμπελον», Στράβ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[άμπελος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄμπελος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>υπ</i>-[[άμπελος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A wine-growing, Χώρα Str.4.1.5.
German (Pape)
[Seite 1364] reich mit Weinstöcken versehen, χώρα Strab. IV, 179.
Greek (Liddell-Scott)
κατάμπελος: -ον, πλήρης ἀμπέλων, χώρα Στράβ. 179· κ. καὶ ὑπόδενδρος Βυζ.
Greek Monolingual
κατάμπελος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλά αμπέλια («χώραν δ' ἔχουσιν κατάμπελον», Στράβ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άμπελος (< ἄμπελος), πρβλ. υπ-άμπελος].