κατασπασμός: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de tirer en bas, abaissement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> abattement.<br />'''Étymologie:''' [[κατασπάω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de tirer en bas, abaissement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> abattement.<br />'''Étymologie:''' [[κατασπάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατασπασμός]], ὁ (Α) [[κατασπώ]]<br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[τάση]], ώθηση, [[πίεση]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[έκκριση]]<br /><b>3.</b> (για κτίσματα) [[κατεδάφιση]], [[γκρέμισμα]]<br /><b>4.</b> (για δέντρα) [[συλλογή]] καρπών<br /><b>5.</b> <b>μουσ.</b> το [[χαμήλωμα]] της έντασης της φωνής ή του ήχου<br /><b>6.</b> [[κατάπτωση]], [[αθυμία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = κατάσπασις, ὑγρῶν Plu.2.650c; ὑποχονδρίων Sor.2.36; pulling down, demolition of buildings, Nech. in Cat.Cod.Astr.7.136 (pl.), PRyl.125.6 (i A.D.). 2 plucking, gathering of fruit-crops, ib.97.6 (ii A.D.), etc. 3 stroking or rubbing down, cj. for -πασμός in Cael.Aur.TP1.166. II metaph., depression of spirits, Plu.2.78a (pl.). III lowering of the voice, Antyll. ap. Orib.6.8.5.
German (Pape)
[Seite 1380] ὁ, = κατάσπασις, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατασπασμός: ὁ, = κατάσπασις, ὁ κ. τῶν ὑγρῶν Πλούτ. 2. 650C. ΙΙ. μεταφορ., ἀθυμία, αὐτόθι 78Α· καταβιβασμός, ὕφεσις τῆς φωνῆς, τῷ κ. τοὺς βαρεῖς φθόγγους Ὀρειβ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 action de tirer en bas, abaissement;
2 fig. abattement.
Étymologie: κατασπάω.
Greek Monolingual
κατασπασμός, ὁ (Α) κατασπώ
1. ιατρ. τάση, ώθηση, πίεση προς τα κάτω
2. έκκριση
3. (για κτίσματα) κατεδάφιση, γκρέμισμα
4. (για δέντρα) συλλογή καρπών
5. μουσ. το χαμήλωμα της έντασης της φωνής ή του ήχου
6. κατάπτωση, αθυμία.