καταβάδην: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en descendant.<br />'''Étymologie:''' [[καταβαίνω]].
|btext=<i>adv.</i><br />en descendant.<br />'''Étymologie:''' [[καταβαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταβάδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> κατεβαίνοντας, σαν να κατεβαίνεις, με τα πόδια [[προς]] τα [[κάτω]], σε [[θέση]] ανθρώπου που κάθεται («[[ἀναβάδην]] ποιεῑς ἐξὸν [[καταβάδην]];» — γράφεις τους στίχους σου αναποδογυρισμένος, με τα πόδια [[προς]] τα [[πάνω]], ενώ [[είναι]] δυνατόν να τους γράφεις [[καθιστός]], με τα πόδια [[προς]] τα [[κάτω]]; <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βάδην]]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβάδην Medium diacritics: καταβάδην Low diacritics: καταβάδην Capitals: ΚΑΤΑΒΑΔΗΝ
Transliteration A: katabádēn Transliteration B: katabadēn Transliteration C: katavadin Beta Code: kataba/dhn

English (LSJ)

[βᾰ], Adv.

   A with one's feet down (coined as opp. to ἀναβάδην, q. v.), Ar.Ach.411.

German (Pape)

[Seite 1338] herabsteigend, abwärts, Ggstz von ἀναβάδην, wie Ar. Ach. 385 ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν καταβάδην.

Greek (Liddell-Scott)

καταβάδην: βᾰ, Ἐπιρρ., ὡς καταβαίνων, ἔχων τὸν πόδα κάτω, ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν καταβάδην, κάμνεις τὰ ποιήματά σου ἔχων τὸν ἕνα πόδα ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἐνῷ ἠδύνασο νὰ κάμνῃς αὐτὰ ἔχων αὐτὸν κάτω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 411, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. τ. 2. σ. 331, πρβλ. ἀναβάδην.

French (Bailly abrégé)

adv.
en descendant.
Étymologie: καταβαίνω.

Greek Monolingual

καταβάδην (Α)
επίρρ. κατεβαίνοντας, σαν να κατεβαίνεις, με τα πόδια προς τα κάτω, σε θέση ανθρώπου που κάθεται («ἀναβάδην ποιεῑς ἐξὸν καταβάδην;» — γράφεις τους στίχους σου αναποδογυρισμένος, με τα πόδια προς τα πάνω, ενώ είναι δυνατόν να τους γράφεις καθιστός, με τα πόδια προς τα κάτω; Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βάδην].