καταπολεύω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(6_7) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπολεύω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[πολεύω]], στρέφομαι, Σχόλ. εἰς Ἀράτ. Φαιν. 147. | |lstext='''καταπολεύω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[πολεύω]], στρέφομαι, Σχόλ. εἰς Ἀράτ. Φαιν. 147. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταπολεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> στρέφομαι<br /><b>2.</b> <b>πάπ.</b> (για τον αστερισμό Άρκτος) κινούμαι [[προς]] τα [[κάτω]] κυκλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πολεύω]] «στρέφομαι» (<span style="color: red;"><</span> [[πόλος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
A revolve, ὁ ἰσημερινὸς τῷ βορείῳ κύκλῳ -εύοντι βραδυτέρω<ς> . . ὁμοχρόνως κινεῖται Sch.Arat.147; of the constellation Ἄρκτος, move downwards in an orbit, opp. ἀναπολεύω, PMag.Par.1.702.
German (Pape)
[Seite 1371] sich drehen, Schol. Arat. Phaen. 147.
Greek (Liddell-Scott)
καταπολεύω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ πολεύω, στρέφομαι, Σχόλ. εἰς Ἀράτ. Φαιν. 147.
Greek Monolingual
καταπολεύω (Α)
1. στρέφομαι
2. πάπ. (για τον αστερισμό Άρκτος) κινούμαι προς τα κάτω κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πολεύω «στρέφομαι» (< πόλος)].