ἔμπαιος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(big3_14)
(11)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[conocedor de]], [[experto en]] c. gen. οὐδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης <i>Od</i>.20.379, κακῶν ἔ. ἀλήτης <i>Od</i>.21.400, ἔ. δρόμων de Medea, Lyc.1321.<br />-ον<br />[[que golpea]] τύχαι A.<i>A</i>.187, πολλὰ δὲ δείλ' ἔμπαια Emp.B 2.2.
|dgtxt=-ον<br />[[conocedor de]], [[experto en]] c. gen. οὐδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης <i>Od</i>.20.379, κακῶν ἔ. ἀλήτης <i>Od</i>.21.400, ἔ. δρόμων de Medea, Lyc.1321.<br />-ον<br />[[que golpea]] τύχαι A.<i>A</i>.187, πολλὰ δὲ δείλ' ἔμπαια Emp.B 2.2.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔμπαιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[έμπειρος]], [[ικανός]]<br /><b>2.</b> [[γνώστης]], [[ειδήμονας]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἔμπαιος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιτίθεται αιφνίδια.
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπαιος Medium diacritics: ἔμπαιος Low diacritics: έμπαιος Capitals: ΕΜΠΑΙΟΣ
Transliteration A: émpaios Transliteration B: empaios Transliteration C: empaios Beta Code: e)/mpaios

English (LSJ)

(A), ον,

   A knowing, practised in, c.gen., οὐδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης [penult. short] Od.20.379; κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης 21.400; ἔ. δρόμων Lyc.1321.
ἔμπαιος (B), ον, (παίω)

   A bursting in, sudden, τύχαι A.Ag.187 (lyr.); πολλὰ δὲ δείλ' ἔμπαια prob. in Emp.2.2.

German (Pape)

[Seite 809] = ἔμπειρος (vgl. ἐμπάζομαι?), kundig, erfahren; τινός, in Etwas, z. B. ἔργων, κακῶν, Od. 20, 379. 21, 400; δρόμων Lycophr. 1321 [in der ersten Stelle der Od. ist αι kurz gebraucht]. (s. παίω), dareinschlagend, τύχαι Aesch. Ag. 180, plötzlich hereinbrechend.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπαιος: -ον, (Α) = ἔμπειρος, εἰδήμων, ἠσκημένος ἔν τινι, μετὰ γεν., οὔδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης (ἡ παραλήγ. βραχεῖα) Ὀδ. Υ. 379· κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης Φ. 400· ἔμπ. δρόμων Λυκόφρ. 1321. - Παλαιὰ ποιητ. λέξις, ἴσως συγγενὴς τῷ ἐμπάζομαι, δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ ἑπομένου.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qui a l’expérience de, gén..
Étymologie: cf. ἐμπάζομαι.
2ος, ον :
qui frappe sur.
Étymologie: ἐν, παίω.

English (Autenrieth)

conversant with, τινός, Od. 20.379 (ἔμπα^ιον) and Od. 21.400.

Spanish (DGE)

-ον
conocedor de, experto en c. gen. οὐδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης Od.20.379, κακῶν ἔ. ἀλήτης Od.21.400, ἔ. δρόμων de Medea, Lyc.1321.
-ον
que golpea τύχαι A.A.187, πολλὰ δὲ δείλ' ἔμπαια Emp.B 2.2.

Greek Monolingual

(I)
ἔμπαιος, -ον (Α)
1. έμπειρος, ικανός
2. γνώστης, ειδήμονας.———————— (II)
ἔμπαιος, -ον (Α)
αυτός που επιτίθεται αιφνίδια.