θελξίνους: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(Bailly1_3)
 
(16)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />qui charme l’esprit <i>ou</i> le cœur.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]], [[νοῦς]].
|btext=ους, ουν :<br />qui charme l’esprit <i>ou</i> le cœur.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]], [[νοῦς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θελξίνους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που θέλγει, που δελεάζει ή καταπραΰνει τον νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θελξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νους]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βραδύ</i>-[[νους]], <i>μικρό</i>-[[νους]]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui charme l’esprit ou le cœur.
Étymologie: θέλγω, νοῦς.

Greek Monolingual

θελξίνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που θέλγει, που δελεάζει ή καταπραΰνει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -νους (< νους), πρβλ. βραδύ-νους, μικρό-νους].