κέσκεον: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(7)
 
(20)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ke/skeon
|Beta Code=ke/skeon
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tow</b>, <span class="bibl">Herod.9a</span>; κέσκι&lt;ον&gt;, Hsch.</span>
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tow</b>, <span class="bibl">Herod.9a</span>; κέσκι&lt;ον&gt;, Hsch.</span>
}}
{{grml
|mltxt=[[κέσκεον]] και [[κεσκίον]], τὸ (Α)<br />το [[στουπί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κέσ</i>-<i>κεσ</i>-<i>ον</i>, τ. με αναδιπλασιασμένο θ. <i>κεσ</i>- που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kes</i>- «[[ξύνω]], [[χτενίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σλαβ. <i>češo</i> «[[χτενίζω]]», πιθ. χεττ. <i>kiš</i><i>ā</i><i>i</i> «[[χτενίζω]]», τσεχ. <i>pa</i>-<i>čes</i> «[[στουπί]]», λιθουαν. <i>kasa</i> «[[πλεξούδα]], [[κοτσίδα]]» <b>κ.ά.</b>). Από παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>ks</i>-<i>en</i>- της ίδιας ρίζας προέκυψε στην ελλ. το [[ξαίνω]], ενώ από [[άλλη]] παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>ks</i>-<i>es το ξέω</i>].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέσκεον Medium diacritics: κέσκεον Low diacritics: κέσκεον Capitals: ΚΕΣΚΕΟΝ
Transliteration A: késkeon Transliteration B: keskeon Transliteration C: keskeon Beta Code: ke/skeon

English (LSJ)

τό,

   A tow, Herod.9a; κέσκι<ον>, Hsch.

Greek Monolingual

κέσκεον και κεσκίον, τὸ (Α)
το στουπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέσ-κεσ-ον, τ. με αναδιπλασιασμένο θ. κεσ- που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kes- «ξύνω, χτενίζω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. češo «χτενίζω», πιθ. χεττ. kišāi «χτενίζω», τσεχ. pa-čes «στουπί», λιθουαν. kasa «πλεξούδα, κοτσίδα» κ.ά.). Από παρεκτεταμένη μορφή ks-en- της ίδιας ρίζας προέκυψε στην ελλ. το ξαίνω, ενώ από άλλη παρεκτεταμένη μορφή ks-es το ξέω].