κίσσινος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192
(SL_2)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κίσςῐνος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[ivy]] ]πλοκον ς[τεφά]νων κισσίνων[ Δ. 3. 7.
|sltr=<b>κίσςῐνος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[ivy]] ]πλοκον ς[τεφά]νων κισσίνων[ Δ. 3. 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[κίσσινος]], -ίνη, -ον (Α) [[κισσός]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] φτιαγμένος από κισσό ή [[ξύλο]] κισσού («στεφανοῡν τε κρᾱτα κισσίνοις βλαστήμασιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κίσσινον</i><br />[[ονομασία]] εμπλάστρου.
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίσσῐνος Medium diacritics: κίσσινος Low diacritics: κίσσινος Capitals: ΚΙΣΣΙΝΟΣ
Transliteration A: kíssinos Transliteration B: kissinos Transliteration C: kissinos Beta Code: ki/ssinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of ivy, E.Ba.177,702; κ. ποτήρ Id.Alc.756; χρυσὸς κ. ivy-wreath of gold, Callix.2: κίσσινον, τό, name of a plaster, Orib.Fr.88.

German (Pape)

[Seite 1442] von Epheu gemacht; σκύφος Eur. bei Ath. XI, 477 a; στέφανος Eur. Bacch. 701; Ath. V, 200 e u. öfter; auch ποτήρ, Eur. Alc. 759.

Greek (Liddell-Scott)

κίσσῐνος: -η, -ον, ἐκ κισσοῦ, Εὐρ Βάκχ. 177, 702· κ. ποτὴρ Εὐρ. Ἄλκ. 756, πρβλ. κισσύβιον.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de lierre.
Étymologie: κισσός.

English (Slater)

κίσςῐνος
   1 of ivy ]πλοκον ς[τεφά]νων κισσίνων[ Δ. 3. 7.

Greek Monolingual

κίσσινος, -ίνη, -ον (Α) κισσός
1. αυτός που είναι φτιαγμένος από κισσό ή ξύλο κισσού («στεφανοῡν τε κρᾱτα κισσίνοις βλαστήμασιν», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κίσσινον
ονομασία εμπλάστρου.