κίφος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίφος''': τό, Μεσσην. ἀντὶ [[στέφανος]], Παυσ. 3. 26, 9.
|lstext='''κίφος''': τό, Μεσσην. ἀντὶ [[στέφανος]], Παυσ. 3. 26, 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[κίφος]], τὸ (Α)<br />([[μεσσηνιακός]] τ.) ο [[στέφανος]] («ἐπίκειται δὲ οἱ τῇ κεφαλῇ [[στέφανος]], ὅν οἱ Μεσσήνιοι [[κίφος]] καλοῡσι τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκίφος]] με [[απώλεια]] του <i>σ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[σκιφίνιον]], [[σκιφατόμος]]). Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίφος Medium diacritics: κίφος Low diacritics: κίφος Capitals: ΚΙΦΟΣ
Transliteration A: kíphos Transliteration B: kiphos Transliteration C: kifos Beta Code: ki/fos

English (LSJ)

τό, Messen. for στέφανος, Paus.3.26.9. (For σκίφος, cf. σκιφατόμος.)

German (Pape)

[Seite 1443] τό, nach Paus. 3, 26, 9 messenisch für στέφανος.

Greek (Liddell-Scott)

κίφος: τό, Μεσσην. ἀντὶ στέφανος, Παυσ. 3. 26, 9.

Greek Monolingual

κίφος, τὸ (Α)
(μεσσηνιακός τ.) ο στέφανος («ἐπίκειται δὲ οἱ τῇ κεφαλῇ στέφανος, ὅν οἱ Μεσσήνιοι κίφος καλοῡσι τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίφος με απώλεια του σ- (πρβλ. σκιφίνιον, σκιφατόμος). Άγνωστης ετυμολ.].