κλαυσείω: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλαυσείω''': τῷ ἑπομ., Συνέσ. 15Α.
|lstext='''κλαυσείω''': τῷ ἑπομ., Συνέσ. 15Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλαυσείω]] (Α)<br />[[κλαυσιώ]], [[επιθυμώ]] να κλάψω, έχω τη [[διάθεση]] να θρηνήσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κλαυσ</i>- του [[κλαίω]] (<b>[[πρβλ]].</b> μέλλ. <i>κλαύσ</i>-<i>ω</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>σ</i>)<i>είω</i>, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πολεμησ</i>-<i>είω</i> «[[επιθυμώ]] να πολεμήσω»)].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαυσείω Medium diacritics: κλαυσείω Low diacritics: κλαυσείω Capitals: ΚΛΑΥΣΕΙΩ
Transliteration A: klauseíō Transliteration B: klauseiō Transliteration C: klafseio Beta Code: klausei/w

English (LSJ)

= sq., Apollon.Lex.

   A s.v. ὀψείοντες.

German (Pape)

[Seite 1446] desiderat. zu κλαίω, ich möchte weinen, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

κλαυσείω: τῷ ἑπομ., Συνέσ. 15Α.

Greek Monolingual

κλαυσείω (Α)
κλαυσιώ, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ- του κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ-ω) + κατάλ. -(σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ-είω «επιθυμώ να πολεμήσω»)].