δύσρητος: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(big3_12) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de explicar]] τὰ εἰρημένα δυσνόητά τε καὶ δύσρητά ἐστι Gal.<i>in Pl.Tim</i>.16.7, cf. 18, τὸ ποιὸν τῆς κινήσεως Gal.8.885, ἔνιαι δὲ (ἰδιότητες) δύσρητοι γίγνονται περὶ τὰ κάμνοντα σώματα Gal.12.501.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de pronunciar]] φωναί Gal.17(2).236<br /><b class="num">•</b>[[de expresión complicada o difícil]] op. [[ἁπλοῦς]]: λόγος Sch.Er.<i>Il</i>.12.13-15.<br /><b class="num">II</b> [[que no debe decirse]] subst. τὰ δύσρητα [[cosas inconvenientes o indecorosas]] αἰσχρὰ καὶ δύσρητα ἀναφανδὸν λέγειν Demetr.<i>Eloc</i>.302. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de explicar]] τὰ εἰρημένα δυσνόητά τε καὶ δύσρητά ἐστι Gal.<i>in Pl.Tim</i>.16.7, cf. 18, τὸ ποιὸν τῆς κινήσεως Gal.8.885, ἔνιαι δὲ (ἰδιότητες) δύσρητοι γίγνονται περὶ τὰ κάμνοντα σώματα Gal.12.501.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de pronunciar]] φωναί Gal.17(2).236<br /><b class="num">•</b>[[de expresión complicada o difícil]] op. [[ἁπλοῦς]]: λόγος Sch.Er.<i>Il</i>.12.13-15.<br /><b class="num">II</b> [[que no debe decirse]] subst. τὰ δύσρητα [[cosas inconvenientes o indecorosas]] αἰσχρὰ καὶ δύσρητα ἀναφανδὸν λέγειν Demetr.<i>Eloc</i>.302. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δύσρητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν λέγεται εύκολα [[γιατί]] [[είναι]] [[άσεμνος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί να προφερθεί εύκολα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A that should not be spoken, Demetr.Eloc.302. II hard to give a name to, Gal.12.501.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zu sagen, Dem. Phal. 326; schwer auszusprechen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δύσρητος: -ον, δυσκόλως λεγόμενος, αἰσχρὰ καὶ δύσρητα Δημ. Φαλ. 326. 2) δυσκόλως προφερόμενος, δύσρητοι φωναὶ, στράγξ, σφίγξ Γαλην. 8. 594, 595., 13. 359.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de explicar τὰ εἰρημένα δυσνόητά τε καὶ δύσρητά ἐστι Gal.in Pl.Tim.16.7, cf. 18, τὸ ποιὸν τῆς κινήσεως Gal.8.885, ἔνιαι δὲ (ἰδιότητες) δύσρητοι γίγνονται περὶ τὰ κάμνοντα σώματα Gal.12.501.
2 difícil de pronunciar φωναί Gal.17(2).236
•de expresión complicada o difícil op. ἁπλοῦς: λόγος Sch.Er.Il.12.13-15.
II que no debe decirse subst. τὰ δύσρητα cosas inconvenientes o indecorosas αἰσχρὰ καὶ δύσρητα ἀναφανδὸν λέγειν Demetr.Eloc.302.
Greek Monolingual
δύσρητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν λέγεται εύκολα γιατί είναι άσεμνος
2. εκείνος που δεν μπορεί να προφερθεί εύκολα.