ἀμφιπεριστείνομαι: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[llenarse]], [[atestarse por completo]] ὁππόταν ... πεδία Κρισσαῖα καὶ Ἡφαίσ[το] ιο φάρ[αγγ] ες ἀμφιπεριστείνωνται Call.<i>Del</i>.179.
|dgtxt=[[llenarse]], [[atestarse por completo]] ὁππόταν ... πεδία Κρισσαῖα καὶ Ἡφαίσ[το] ιο φάρ[αγγ] ες ἀμφιπεριστείνωνται Call.<i>Del</i>.179.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιπεριστείνομαι]] (Α)<br />πιέζομαι, συνωθούμαι από [[παντού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>περιστείνομαι</i> «στενεύομαι, πιέζομαι»].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπεριστείνομαι Medium diacritics: ἀμφιπεριστείνομαι Low diacritics: αμφιπεριστείνομαι Capitals: ΑΜΦΙΠΕΡΙΣΤΕΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: amphiperisteínomai Transliteration B: amphiperisteinomai Transliteration C: amfiperisteinomai Beta Code: a)mfiperistei/nomai

English (LSJ)

Pass., (στεινός, στενός)

   A to be pressed, crowded on all sides, Call.Del. 179.

German (Pape)

[Seite 141] Call. Del. 179, ringsum zusammengedrängt, voll sein.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπεριστείνομαι: (στεινός, στενός), παθ., ἁπανταχόθεν πιέζομαι ἢ πυκνοῦμαι, συνωθοῦμαι, Καλλ. εἰς Δῆλ. 179.

Spanish (DGE)

llenarse, atestarse por completo ὁππόταν ... πεδία Κρισσαῖα καὶ Ἡφαίσ[το] ιο φάρ[αγγ] ες ἀμφιπεριστείνωνται Call.Del.179.

Greek Monolingual

ἀμφιπεριστείνομαι (Α)
πιέζομαι, συνωθούμαι από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περιστείνομαι «στενεύομαι, πιέζομαι»].