κυνοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui retient les chiens ; ὁ [[κυνοῦχος]] collier;<br /><b>2</b> sac de peau.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[ἔχω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[δέραιον]], [[κλοιός]], κυνάγχη, [[λαιμοπέδη]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui retient les chiens ; ὁ [[κυνοῦχος]] collier;<br /><b>2</b> sac de peau.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[ἔχω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[δέραιον]], [[κλοιός]], κυνάγχη, [[λαιμοπέδη]].
}}
{{grml
|mltxt=κυνοῡχος, ὁ (AM)<br />[[βαλάντιο]], [[κυνηγετικός]] [[σάκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[λουρί]] με το οποίο κρατά και σύρει [[κάποιος]] τον [[σκύλο]]<br /><b>2.</b> [[σάκος]] από [[δέρμα]] σκύλου<br /><b>3.</b> [[σάκος]] στον οποίο φύλαγαν τα ενδύματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κλοιὸς κυνοῡχος» — το [[λουρί]] που μπαίνει στον λαιμό σκύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοῦχος Medium diacritics: κυνοῦχος Low diacritics: κυνούχος Capitals: ΚΥΝΟΥΧΟΣ
Transliteration A: kynoûchos Transliteration B: kynouchos Transliteration C: kynoychos Beta Code: kunou=xos

English (LSJ)

ὁ, (ἔχω)

   A dog-leash, AP6.298 (Leon.), acc. to Suid., but more prob. in signf. 111; κλοιὸς κ. dog-collar, ib.107 (Phil.).    II calf-skin sack, for carrying hunting-nets, etc., X.Cyn.2.9; also, for use as a clothes-locker in the gymnasium, Poll.10.64.    III purse, money-bag, PCair.Zen.22.22 (iii B.C.), Inscr.Délos442A7, 461A a7 (ii B.C.), Ael.Dion.Fr.206, Hsch., Phot.

Greek (Liddell-Scott)

κυνοῦχος: ὁ, (ἔχω) ἱμάς, λωρίον δι’ οὗ κρατεῖ τις τὸν κύνα, ὁ τὸν κύνα κρατῶν δεσμός, Ἀνθ. Π. 6. 298· κλοιὸς κ. αὐτόθι 107. ΙΙ. σάκκος, πήρα ἐκ δέρματος κυνὸς ἐν χρήσει κατὰ τὸ κυνήγιον, Ξεν. Κυν. 2, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui retient les chiens ; ὁ κυνοῦχος collier;
2 sac de peau.
Étymologie: κύων, ἔχω.
Syn. δέραιον, κλοιός, κυνάγχη, λαιμοπέδη.

Greek Monolingual

κυνοῡχος, ὁ (AM)
βαλάντιο, κυνηγετικός σάκος
αρχ.
1. το λουρί με το οποίο κρατά και σύρει κάποιος τον σκύλο
2. σάκος από δέρμα σκύλου
3. σάκος στον οποίο φύλαγαν τα ενδύματα
4. φρ. «κλοιὸς κυνοῡχος» — το λουρί που μπαίνει στον λαιμό σκύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -οῦχος (< ἔχω)].