κυνάμυια: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(Autenrieth) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[dog]]-[[fly]], an [[abusive]] epithet applied by [[Ares]] to Athēna, Il. 21.394. | |auten=[[dog]]-[[fly]], an [[abusive]] epithet applied by [[Ares]] to Athēna, Il. 21.394. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυνάμυια]], και μτγν. επ. τ. [[κυνόμυια]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μύγα]] που τσιμπάει τους σκύλους, [[σκυλόμυγα]]<br /><b>2.</b> (ως [[υβριστικός]] [[χαρακτηρισμός]] για αναιδείς γυναίκες) αναιδέστατη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύων]], αιτ. [[κύνα]] <span style="color: red;">+</span> [[μυῖα]] με αναβιβασμό του τόνου εν συνθέσει]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
[νᾰ], ἡ,
A dog-fly, i.e. shameless fly, abusive epith. applied by Ares to Athena, and by Hera to Aphrodite, Il.21.394, 421, cf. Ath.3.126a, 4.157a:—later κυνόμυια, Ezek.Exag.138, AP11.265 (Lucill.), Ael.NA4.51, Luc.Gall.31, etc.; ὦ γαστὴρ κυνόμυια APl. 1.9; of the plague of flies in Egypt, LXX Ex.8.21 (17), Ps.77(78).45.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνάμυια: νᾰ, ἡ, κυνόμυια, «σκυλλόμυγα», δηλ· ἀναιδὴς μυῖα, ἐπίθετον ὑβριστικὸν ἀναιδῶν γυναικῶν, λεγόμενον ὑπὸ τοῦ Ἄρεως πρὸς τὴν Ἀθηνᾶν καὶ παρὰ τῆς Ἥρας πρὸς τὴν Ἀφροδίτην, Ἰλ. Φ. 394, 421· ― μεταγεν. συγγραφεῖς ἀπεδέξαντο τὸν ἀναλογώτερον τύπον κυνόμυια, π.χ. Ἀνθ. Π. 11. 265. Αἰλ. π. Ζ. 4. 51, Λουκ. Ἀλεκτρ. 31, κτλ.· οὕτω, ὦ γαστὴρ κυνόμυια Ἀνθ. Πλαν. 9· ἀλλ’ ὁ ἀρχαιότερος τύπος πάλιν εὑρίσκεται ἐν Ἀθην. 126Α, 157Α· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 689.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mouche impudente.
Étymologie: κύων, μυῖα.
English (Autenrieth)
dog-fly, an abusive epithet applied by Ares to Athēna, Il. 21.394.
Greek Monolingual
κυνάμυια, και μτγν. επ. τ. κυνόμυια, ἡ (Α)
1. μύγα που τσιμπάει τους σκύλους, σκυλόμυγα
2. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός για αναιδείς γυναίκες) αναιδέστατη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, αιτ. κύνα + μυῖα με αναβιβασμό του τόνου εν συνθέσει].