λεληθότως: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans qu’on s’en aperçoive, secrètement.<br />'''Étymologie:''' [[λέληθα]].
|btext=<i>adv.</i><br />sans qu’on s’en aperçoive, secrètement.<br />'''Étymologie:''' [[λέληθα]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[λεληθότως]])<br /><b>επίρρ.</b> [[χωρίς]] να το αντιληφθεί [[κάποιος]], [[κρυφά]], απαρατήρητα («ἕτεροι δὲ [[πλησίον]] συνδραμόντες εἰς τὰ σπήλαια, [[λεληθότως]] ἄγειν τὴν ἑβδομάδα», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />ασυναίσθητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεληθώς</i>, μτχ. παρακμ. του [[λανθάνω]] «[[διαφεύγω]] την [[προσοχή]]»].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεληθότως Medium diacritics: λεληθότως Low diacritics: λεληθότως Capitals: ΛΕΛΗΘΟΤΩΣ
Transliteration A: lelēthótōs Transliteration B: lelēthotōs Transliteration C: lelithotos Beta Code: lelhqo/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. of λανθάνω,

   A imperceptibly, Pl.Ax.365c, Cic.Att.6.5.3, Fam.9.2.3, D.H.Comp.22, Anacreont.15.16, Luc.Am. 13; secretly, LXX 2 Ma.6.11, 8.1.

German (Pape)

[Seite 28] adv. zum part. perf. von λανθάνω, heimlich, unvermerkt, Plat. Ax. 365 c u. Sp., von Hdn. für κρύφα verworfen.

Greek (Liddell-Scott)

λεληθότως: ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ λανθάνω, ὡς τὸ λάθρᾳ, Πλάτ. Ἀξίοχ. 365C, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22 σ. 165R· τὸ λελ. Ἀνακρεόντ. 15. 16.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans qu’on s’en aperçoive, secrètement.
Étymologie: λέληθα.

Greek Monolingual

λεληθότως)
επίρρ. χωρίς να το αντιληφθεί κάποιος, κρυφά, απαρατήρητα («ἕτεροι δὲ πλησίον συνδραμόντες εἰς τὰ σπήλαια, λεληθότως ἄγειν τὴν ἑβδομάδα», ΠΔ)
αρχ.
ασυναίσθητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεληθώς, μτχ. παρακμ. του λανθάνω «διαφεύγω την προσοχή»].