Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λάσανον: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(Bailly1_3)
(22)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />chaise percée, pot de chambre.<br />'''Étymologie:''' DELG nom d’instrument en -ανον, mais λασ- ?<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἀμίς]], [[προχοΐς]].
|btext=ου (τό) :<br />chaise percée, pot de chambre.<br />'''Étymologie:''' DELG nom d’instrument en -ανον, mais λασ- ?<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἀμίς]], [[προχοΐς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λάσανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (πολύ [[συχνά]] στον πληθ.) <i>τὰ [[λάσανα]]<br />[[τρίπολη]] [[σχάρα]] [[πάνω]] στην οποία τοποθετούσαν τη [[χύτρα]]<br /><b>2.</b> (<b>στον εν.</b>) [[έδρα]] για [[αποπάτηση]], [[καθοίκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται για ουσιαστικό που δηλώνει όργανο με τη χαρακτηριστική κατάλ. -<i>ανον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έδρ</i>-<i>ανον</i>, <i>τρύπ</i>-<i>ανον</i>). Έχει αναχθεί σε ινδ. [[ρίζα]] <i>lndh</i>- και έχει συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>randh</i>- «[[μαγειρεύω]]» και αρχ. πρωσ. <i>landan</i> «[[φαγητό]], [[έδεσμα]]». Παραμένει όμως ανερμήνευτη στο [[θέμα]] του η [[παρουσία]] του -<i>σ</i>-].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 17] τό, 1) nach B. A. 106 μαγειρικὸς βαῦνος, ein Rost, worauf die Köche den Kochtopf oder die Bratpfanne setzen, Dreifuß, sonst χυτρόπους, Ar. Pax 893; VLL. – 2) nach B. A. 51 ἐφ' ᾡ ἀποπατοῦμεν, Nachtstuhl, Nachtgeschirr, Bass. 3 (XI, 74); Comic. in VLL., die es von λάσιος ableiten, wie Hesych. λάσανα, τὰ ὀπίσθια τῶν μηρῶν ἀπὸ τῆς δασύτητος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
chaise percée, pot de chambre.
Étymologie: DELG nom d’instrument en -ανον, mais λασ- ?
Par. ἀμίς, προχοΐς.

Greek Monolingual

λάσανον, τὸ (Α)
1. (πολύ συχνά στον πληθ.) τὰ λάσανα
τρίπολη σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούσαν τη χύτρα
2. (στον εν.) έδρα για αποπάτηση, καθοίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται για ουσιαστικό που δηλώνει όργανο με τη χαρακτηριστική κατάλ. -ανον (πρβλ. έδρ-ανον, τρύπ-ανον). Έχει αναχθεί σε ινδ. ρίζα lndh- και έχει συνδεθεί με αρχ. ινδ. randh- «μαγειρεύω» και αρχ. πρωσ. landan «φαγητό, έδεσμα». Παραμένει όμως ανερμήνευτη στο θέμα του η παρουσία του -σ-].