λεπράς: Difference between revisions
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
(6_4) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπράς''': -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ [[λεπρός]], [[τραχύς]], λεπρὰς [[πέτρα]] Θεόκρ. 1. 40· [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ. [[λέπρα]], ἡ, [[πέτρα]] [[ἀπόκρημνος]], [[βράχος]], Ὀππ. Ἁλ. 1. 129. | |lstext='''λεπράς''': -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ [[λεπρός]], [[τραχύς]], λεπρὰς [[πέτρα]] Θεόκρ. 1. 40· [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ. [[λέπρα]], ἡ, [[πέτρα]] [[ἀπόκρημνος]], [[βράχος]], Ὀππ. Ἁλ. 1. 129. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λεπράς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λεπρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:43, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ, poet. fem. of λεπρός,
A rough, λεπρὰς πέτρα Theoc.1.40, cf. Opp.H.1.129.
German (Pape)
[Seite 30] άδος, ἡ, poet. fem. zu λεπρός, πέτρα, Theocr. 1, 40, ein rauher Fels; auch subst., χθαμαλαὶ ψαμαθώδεις λεπράδες, Hügel, Opp. Hal. 1, 129.
Greek (Liddell-Scott)
λεπράς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ λεπρός, τραχύς, λεπρὰς πέτρα Θεόκρ. 1. 40· ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ. λέπρα, ἡ, πέτρα ἀπόκρημνος, βράχος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 129.