λεπτουργός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
(6_15)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος λεπτὴν ἐργασίαν, [[κυρίως]] εἰς [[ξύλον]], κοινῶς «λεφτουργός», Διόδ. 17. 115.
|lstext='''λεπτουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος λεπτὴν ἐργασίαν, [[κυρίως]] εἰς [[ξύλον]], κοινῶς «λεφτουργός», Διόδ. 17. 115.
}}
{{grml
|mltxt=-ό (ΑΜ [[λεπτουργός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που επεξεργάζεται [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[λεπτότητα]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, [[ιδίως]] ο [[ειδικός]] [[τεχνίτης]] [[ξυλουργός]] που κατασκευάζει πολυτελή έπιπλα με λεπτουργημένες γλυπτές διακοσμητικές επιφάνειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>λεπτά</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημι</i>-<i>ουργός</i>, <i>τεχν</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 06:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτουργός Medium diacritics: λεπτουργός Low diacritics: λεπτουργός Capitals: ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: leptourgós Transliteration B: leptourgos Transliteration C: leptourgos Beta Code: leptourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A producing fine work, esp. in wood, D.S.17.115 (as Subst.), Edict.Diocl.7.3; τέκτων λ. PMasp.158.6 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 31] fein arbeitend, feine Arbeit machend, bes. Tischler u. Drechsler, neben ἀρχιτέκτων, D. Sic. 17, 115 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος λεπτὴν ἐργασίαν, κυρίως εἰς ξύλον, κοινῶς «λεφτουργός», Διόδ. 17. 115.

Greek Monolingual

-ό (ΑΜ λεπτουργός, -όν)
1. αυτός που επεξεργάζεται κάτι με μεγάλη λεπτότητα
2. ως ουσ. αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, ιδίως ο ειδικός τεχνίτης ξυλουργός που κατασκευάζει πολυτελή έπιπλα με λεπτουργημένες γλυπτές διακοσμητικές επιφάνειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημι-ουργός, τεχν-ουργός].