λιπυρία: Difference between revisions
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
(6_23) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λιπυρία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ἀντὶ λιπο-[[πυρία]], [[κακοήθης]] τις διαλείπων [[πυρετός]], Ἱππ. 53. 15 κἑξ., 467. 10· οὕτω λιπύριον, τό, [[αὐτόθι]] 479. 20· ― ἀλλὰ παρὰ Γαλην., Ἀετ., κλ., λιπυρίας ἢ λειπυρίας (ἐξυπ. [[πυρετός]]), ὁ· ― ἐπίθ. λειπυρικός, ([[γραπτέον]] λιπυρικός), ή, όν, ὡς τὸ [[λιπυρία]], Ἱππ. 134Ε· λιπυριώδης, ες, ([[εἶδος]]) ἐκ τῆς φύσεως τῆς λιπυρίας, τοῦ πυρετοῦ, ὁ αὐτ. 1288. 19. | |lstext='''λιπυρία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ἀντὶ λιπο-[[πυρία]], [[κακοήθης]] τις διαλείπων [[πυρετός]], Ἱππ. 53. 15 κἑξ., 467. 10· οὕτω λιπύριον, τό, [[αὐτόθι]] 479. 20· ― ἀλλὰ παρὰ Γαλην., Ἀετ., κλ., λιπυρίας ἢ λειπυρίας (ἐξυπ. [[πυρετός]]), ὁ· ― ἐπίθ. λειπυρικός, ([[γραπτέον]] λιπυρικός), ή, όν, ὡς τὸ [[λιπυρία]], Ἱππ. 134Ε· λιπυριώδης, ες, ([[εἶδος]]) ἐκ τῆς φύσεως τῆς λιπυρίας, τοῦ πυρετοῦ, ὁ αὐτ. 1288. 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιπυρία]] και [[λειπυρία]], ιων. τ. λιπυρίη, ἡ (Α)<br />[[κακοήθης]] διαλείπων [[πυρετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπο</i>-[[πυρία]] (<span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>[[ο]]- <span style="color: red;">+</span> [[πυρία]] [<span style="color: red;"><</span> -<i>πυρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εμ</i>-[[πυρία]]. Η σίγηση του -<i>πο</i>- με [[απλολογία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφιφορεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[αμφορεύς]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, for λιπο-πυρία,
A a malignant intermittent fever, Hp.Judic.11:—also λιπύριον, τό, Id.Morb.2.51:—hence λῐπῠρ-ίας, ου, ὁ, one who suffers from λιπυρία, Gal.17(2).728, cf. 18(2).121, Ps.-Gal.19.399:—Adj. λειπῠρικός (leg. λῐπῠρικός), ή, όν, like λιπυρία, Hp.Coac. 117; λῐπῠριώδης, ες, of the nature of λιπυρία, πυρετός Id.Ep.21.
Greek (Liddell-Scott)
λιπυρία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀντὶ λιπο-πυρία, κακοήθης τις διαλείπων πυρετός, Ἱππ. 53. 15 κἑξ., 467. 10· οὕτω λιπύριον, τό, αὐτόθι 479. 20· ― ἀλλὰ παρὰ Γαλην., Ἀετ., κλ., λιπυρίας ἢ λειπυρίας (ἐξυπ. πυρετός), ὁ· ― ἐπίθ. λειπυρικός, (γραπτέον λιπυρικός), ή, όν, ὡς τὸ λιπυρία, Ἱππ. 134Ε· λιπυριώδης, ες, (εἶδος) ἐκ τῆς φύσεως τῆς λιπυρίας, τοῦ πυρετοῦ, ὁ αὐτ. 1288. 19.
Greek Monolingual
λιπυρία και λειπυρία, ιων. τ. λιπυρίη, ἡ (Α)
κακοήθης διαλείπων πυρετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπο-πυρία (< λιπο- + πυρία [< -πυρος < πῦρ]), πρβλ. εμ-πυρία. Η σίγηση του -πο- με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς < αμφορεύς)].