λιμβρός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
(6_4)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιμβρός''': -ά, -όν, = λιβρὸς ΙΙ, Ἐτυμ. Μέγ., Σουΐδ.
|lstext='''λιμβρός''': -ά, -όν, = λιβρὸς ΙΙ, Ἐτυμ. Μέγ., Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιμβρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[λιβρός]], [[μαύρος]], [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[λιβρός]]].
}}
}}

Revision as of 06:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμβρός Medium diacritics: λιμβρός Low diacritics: λιμβρός Capitals: ΛΙΜΒΡΟΣ
Transliteration A: limbrós Transliteration B: limbros Transliteration C: limvros Beta Code: limbro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A = λιβρός 11, EM564.52, Suid.

German (Pape)

[Seite 47] VLL. erkl. σκοτεινός. Vgl. λιβρός.

Greek (Liddell-Scott)

λιμβρός: -ά, -όν, = λιβρὸς ΙΙ, Ἐτυμ. Μέγ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

λιμβρός, -ά, -όν (Α)
λιβρός, μαύρος, σκοτεινός, ζοφερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λιβρός].