λιμβρός
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Full diacritics: λιμβρός | Medium diacritics: λιμβρός | Low diacritics: λιμβρός | Capitals: ΛΙΜΒΡΟΣ |
Transliteration A: limbrós | Transliteration B: limbros | Transliteration C: limvros | Beta Code: limbro/s |
ά, όν, = λιβρός II, EM564.52, Suid.
[Seite 47] VLL. erkl. σκοτεινός. Vgl. λιβρός.
λιμβρός: -ά, -όν, = λιβρὸς ΙΙ, Ἐτυμ. Μέγ., Σουΐδ.
λιμβρός, -ά, -όν (Α)
λιβρός, μαύρος, σκοτεινός, ζοφερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λιβρός].