μασταρύζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=mâcher péniblement, mâchonner.<br />'''Étymologie:''' [[μάσσω]].
|btext=mâcher péniblement, mâchonner.<br />'''Étymologie:''' [[μάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μασταρύζω]] και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α)<br /><b>1.</b> (για γέροντα) [[προφέρω]] [[κάτι]] ασαφώς σαν να έχω το [[στόμα]] μου γεμάτο, [[τραυλίζω]], φαφουτίζω («ὁ δ' ὑπὸ [[γήρως]] μασταρύζει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «[[μαστηρύζειν]]<br />τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι»<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μασταρίζειν]]<br />μαστιχάσθαι, καὶ τρέμειν<br />ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾱσθαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[μαστάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[μάσταξ]]) με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ρυ</i>- [[πριν]] από την κατάλ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[κελαρύζω]])].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστᾰρύζω Medium diacritics: μασταρύζω Low diacritics: μασταρύζω Capitals: ΜΑΣΤΑΡΥΖΩ
Transliteration A: mastarýzō Transliteration B: mastaryzō Transliteration C: mastaryzo Beta Code: mastaru/zw

English (LSJ)

   A mumble, like one with his mouth full, of an old man, Ar.Ach.689; cf. μασταρίζειν· μαστιχᾶσθαι, καὶ τρέμειν, κτλ., Hsch.:— also μαστηρύζειν· τὸ κακῶς μασᾶσθαι (Cyren.), Phot.

Greek (Liddell-Scott)

μαστᾰρύζω: ὡς τὸ τονθορύζω, προφέρω ἀσαφῶς, ὡς ὁ ἔχων τὸ στόμα αὑτοῦ πλῆρες, ἐπὶ γέροντος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 689· - «μασταρύζειν· τὸ κακῶς μασᾶσθαι, Κυρηναῖοι» Φώτ.· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει μασταρίζειν (διὰ τοῦ ι) καὶ ἑρμηνεύει «μαστιχᾶσθαι. τρέμειν. ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾶσθαι».

French (Bailly abrégé)

mâcher péniblement, mâchonner.
Étymologie: μάσσω.

Greek Monolingual

μασταρύζω και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α)
1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ' ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.)
2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν
τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι»
3. (κατά τον Ησύχ.) «μασταρίζειν
μαστιχάσθαι, καὶ τρέμειν
ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾱσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μαστάζω (< μάσταξ) με εκφραστικό επίθημα -ρυ- πριν από την κατάλ. (πρβλ. κελαρύζω)].