μελίεφθος: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(6_15)
(24)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελίεφθος''': -ον, (ἕψω) [[ἑφθός]], ἡψημένος ἐν μέλιτι, Ἀρρ. Περίπλ. σελ. 4 καὶ 6.
|lstext='''μελίεφθος''': -ον, (ἕψω) [[ἑφθός]], ἡψημένος ἐν μέλιτι, Ἀρρ. Περίπλ. σελ. 4 καὶ 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελίεφθος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ψηθεί [[μέσα]] σε [[μέλι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[μελίεφθον]]<br />[[σκεύος]] για το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[ἑφθός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἕψω</i> «[[ψήνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ημί</i>-<i>εφθος</i>, <i>πολύ</i>-<i>εφθος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 122] in Honig gekocht; Arr. Peripl. sind μελίεφθα als indische Waaren erwähnt.

Greek (Liddell-Scott)

μελίεφθος: -ον, (ἕψω) ἑφθός, ἡψημένος ἐν μέλιτι, Ἀρρ. Περίπλ. σελ. 4 καὶ 6.

Greek Monolingual

μελίεφθος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ψηθεί μέσα σε μέλι
2. το ουδ. ως ουσ. το μελίεφθον
σκεύος για το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ἑφθός (< ἕψω «ψήνω»), πρβλ. ημί-εφθος, πολύ-εφθος].