μειουρίζω: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(6_20)
(24)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μειουρίζω''': ποιῶ τὸ [[ἄκρον]] [[μεῖον]], κολοβώνω, [[περικόπτω]], Νικομ. Ἀριθμ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω τὸ [[ἄκρον]] [[μεῖον]], εἶμαι κολοβὸς, διάφ. γραφ. ἐν Διον. Π. 404.
|lstext='''μειουρίζω''': ποιῶ τὸ [[ἄκρον]] [[μεῖον]], κολοβώνω, [[περικόπτω]], Νικομ. Ἀριθμ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω τὸ [[ἄκρον]] [[μεῖον]], εἶμαι κολοβὸς, διάφ. γραφ. ἐν Διον. Π. 404.
}}
{{grml
|mltxt=[[μειουρίζω]] (Α) [[μείουρος]]<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> (σχετικά με εξάμετρο στίχο) [[καθιστώ]] μείουρο<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[μείουρος]].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 116] den Schwanz kürzer machen, übh. abstutzen, ἐς κορυφήν, Nicomach. arith. 2, 13.

Greek (Liddell-Scott)

μειουρίζω: ποιῶ τὸ ἄκρον μεῖον, κολοβώνω, περικόπτω, Νικομ. Ἀριθμ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω τὸ ἄκρον μεῖον, εἶμαι κολοβὸς, διάφ. γραφ. ἐν Διον. Π. 404.

Greek Monolingual

μειουρίζω (Α) μείουρος
1. (μτβ.) (σχετικά με εξάμετρο στίχο) καθιστώ μείουρο
2. (αμτβ.) είμαι μείουρος.