μελλητικός: Difference between revisions
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(6_11) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελλητικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς ἀργοπορίαν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44, [[Πολυδ]]. Θ΄, 138. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τῷ μέλλοντι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἤδη, Ἐπιφάν. σ. 337. | |lstext='''μελλητικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς ἀργοπορίαν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44, [[Πολυδ]]. Θ΄, 138. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τῷ μέλλοντι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἤδη, Ἐπιφάν. σ. 337. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελλητικός]], -ή, -όν (Α) [[μελλητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τάση]] να καθυστερεί, [[βραδύς]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελλητικόν</i><br />[[καρτερία]], [[υπομονή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μελλητικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με ενδοιασμό, με δισταγμό<br /><b>2.</b> στο [[μέλλον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A inclined to delay, Arist.Phgn.813a5, Poll.9.138, Vett. Val.18.6.
German (Pape)
[Seite 125] zum Zögern, Zaudern geneigt, Poll. 9, 138.
Greek (Liddell-Scott)
μελλητικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς ἀργοπορίαν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44, Πολυδ. Θ΄, 138. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τῷ μέλλοντι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἤδη, Ἐπιφάν. σ. 337.
Greek Monolingual
μελλητικός, -ή, -όν (Α) μελλητής
1. αυτός που έχει τάση να καθυστερεί, βραδύς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελλητικόν
καρτερία, υπομονή.
επίρρ...
μελλητικῶς (Α)
1. με ενδοιασμό, με δισταγμό
2. στο μέλλον.