ἀκατάληπτος: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -λημπτος Diog.Oen.5.1.7, Melit.<i>Pasch</i>.105<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inasible]], [[inalcanzable]] ὁ [[ἔλαφος]] Aesop.76.2, τί ἐστι φίλος; [[ἄνθρωπος]] ἀ. Secund.<i>Sent</i>.11.<br /><b class="num">2</b> mús. [[no tocado]], [[no hecho vibrar]] ὑπάτη Arist.<i>Pr</i>.921<sup>b</sup>23.<br /><b class="num">3</b> [[que no puede ser dominado]] ἀκρώρεια πολεμίοις I.<i>BI</i> 3.159, τὸ ἀκατάληπτον τῆς γοητείας Vett.Val.228.27.<br /><b class="num">II</b> fil.<br /><b class="num">1</b> [[que no puede ser captado o conocido realmente]], [[incognoscible]], [[inaprensible]], [[incomprensible]] οὐ ... ἀκα[τάλη] πτα ν[ε] νομικέναι πάντα Phld.<i>Acad.Ind</i>.26.10, τὰ πράγματα Diog.Oen.l.c., de Dios ἀρχὴ [[ἀνεκδιήγητος]] καὶ τέλος ἀ. Melit.l.c., de la sabiduría divina 1<i>Ep.Clem</i>.33.3<br /><b class="num">•</b>[[inabarcable]] de las estrellas πλῆθος Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.168.<br /><b class="num">2</b> fil. estoica [[incapaz de conocimiento real]], [[no comprensivo]] ἀ. φαντασία op. καταληπτικὴ φαντασία Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.40, D.L.7.46, cf. M.Ant.7.54, Plu.2.1056f<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. Plb.12.26c.2<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀ. τῶν ὁμοειδῶν Phld.<i>Vit</i>.12.15B.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[inalcanzablemente]], [[inasiblemente]] Sch.Bek.<i>Il</i>.17.75.<br /><b class="num">2</b> [[incomprensiblemente]] ἀ. ἔχειν περὶ οὗ νῦν ἐστιν ὁ λόγος Ph.1.78. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -λημπτος Diog.Oen.5.1.7, Melit.<i>Pasch</i>.105<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inasible]], [[inalcanzable]] ὁ [[ἔλαφος]] Aesop.76.2, τί ἐστι φίλος; [[ἄνθρωπος]] ἀ. Secund.<i>Sent</i>.11.<br /><b class="num">2</b> mús. [[no tocado]], [[no hecho vibrar]] ὑπάτη Arist.<i>Pr</i>.921<sup>b</sup>23.<br /><b class="num">3</b> [[que no puede ser dominado]] ἀκρώρεια πολεμίοις I.<i>BI</i> 3.159, τὸ ἀκατάληπτον τῆς γοητείας Vett.Val.228.27.<br /><b class="num">II</b> fil.<br /><b class="num">1</b> [[que no puede ser captado o conocido realmente]], [[incognoscible]], [[inaprensible]], [[incomprensible]] οὐ ... ἀκα[τάλη] πτα ν[ε] νομικέναι πάντα Phld.<i>Acad.Ind</i>.26.10, τὰ πράγματα Diog.Oen.l.c., de Dios ἀρχὴ [[ἀνεκδιήγητος]] καὶ τέλος ἀ. Melit.l.c., de la sabiduría divina 1<i>Ep.Clem</i>.33.3<br /><b class="num">•</b>[[inabarcable]] de las estrellas πλῆθος Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.168.<br /><b class="num">2</b> fil. estoica [[incapaz de conocimiento real]], [[no comprensivo]] ἀ. φαντασία op. καταληπτικὴ φαντασία Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.40, D.L.7.46, cf. M.Ant.7.54, Plu.2.1056f<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. Plb.12.26c.2<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀ. τῶν ὁμοειδῶν Phld.<i>Vit</i>.12.15B.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[inalcanzablemente]], [[inasiblemente]] Sch.Bek.<i>Il</i>.17.75.<br /><b class="num">2</b> [[incomprensiblemente]] ἀ. ἔχειν περὶ οὗ νῦν ἐστιν ὁ λόγος Ph.1.78. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάληπτος]], -ον)<br />[[εκείνος]], τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να καταλάβει, να κατανοήσει, ο [[ακατανόητος]] ή ο πολύ [[δυσνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να εξουσιάσει, να τον κυριέψει<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που [[κανείς]] δεν μπορεί να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει, [[άπιαστος]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] αδύνατον να γνωσθεί με [[βεβαιότητα]] (φιλοσ. όρος των Σκεπτικών)<br /><b>4.</b> [[εκείνος]] που έχει [[αβεβαιότητα]] για τη [[σύλληψη]] μιας έννοιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>καταληπτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[καταλαμβάνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀκαταληπτῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A that cannot be reached or touched, Arist.Pr.921b23; τί ἐστι φίλος; ἄνθρωπος ἀ. Secund.Sent.11. Adv. -τως Sch.Il.17.75. II not to be conquered, J.BJ3.7.7; defying suppression, τὸ ἀ. τῆς γοητείας Vett. Val.238.25. 2 Philos., incomprehensible, Phld.Acad.Ind.p.91 M., M.Ant.7.54, S.E.M.7.432; that cannot be grasped, πλῆθος, of the stars, Chrysipp.Stoic.2.168. 3 not comprehending or attaining conviction, φαντασία (opp. καταληπτική, q.v.) Chrysipp.Stoic.2.40, al.: c. gen., ἀ. τῶν ὁμοειδῶν Phld.Herc.1457.12. Adv. -τως, ἔχειν περί τινος Ph.1.78; prob. l. in Arr.Epict.2.23.46:—hence ἀκαταληψία, ἡ, inability to comprehend or attain conviction, Sceptic term, attrib. to Stoics by Galen, Stoic.1.17, but to Arcesilaus by Cic.Att. 13.19.3, Numen. ap. Eus.PE14.7, S.E.P.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάληπτος: -ον, ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταληφθῇ ἢ ἐγγιχθῇ, Ἀριστ. Προβλ. 19. 42: μὴ κρατούμενος στερεῶς, Μ. Ἀντων. 7. 54. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 75. ΙΙ. ὃν οὐδεὶς δύναται νὰ κυριεύση, Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλεμ. 3. 7. 7. 2) μεταφορ., ἀκατανόητος, λέξις τῶν σκεπτικῶν φιλοσόφων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 22, Πλούτ. 2. 1056F, Κικ. Ἀκαδ. 2. 9. 18: - ἐντεῦθεν ἀκαταληψία, ἡ, τὸ ἀκατάληπτον τῶν πραγμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 1, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 19. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incompréhensible.
Étymologie: ἀ, καταλαμβάνω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -λημπτος Diog.Oen.5.1.7, Melit.Pasch.105
I 1inasible, inalcanzable ὁ ἔλαφος Aesop.76.2, τί ἐστι φίλος; ἄνθρωπος ἀ. Secund.Sent.11.
2 mús. no tocado, no hecho vibrar ὑπάτη Arist.Pr.921b23.
3 que no puede ser dominado ἀκρώρεια πολεμίοις I.BI 3.159, τὸ ἀκατάληπτον τῆς γοητείας Vett.Val.228.27.
II fil.
1 que no puede ser captado o conocido realmente, incognoscible, inaprensible, incomprensible οὐ ... ἀκα[τάλη] πτα ν[ε] νομικέναι πάντα Phld.Acad.Ind.26.10, τὰ πράγματα Diog.Oen.l.c., de Dios ἀρχὴ ἀνεκδιήγητος καὶ τέλος ἀ. Melit.l.c., de la sabiduría divina 1Ep.Clem.33.3
•inabarcable de las estrellas πλῆθος Chrysipp.Stoic.2.168.
2 fil. estoica incapaz de conocimiento real, no comprensivo ἀ. φαντασία op. καταληπτικὴ φαντασία Chrysipp.Stoic.2.40, D.L.7.46, cf. M.Ant.7.54, Plu.2.1056f
•neutr. plu. subst. Plb.12.26c.2
•c. gen. ἀ. τῶν ὁμοειδῶν Phld.Vit.12.15B.
III adv. -ως
1 inalcanzablemente, inasiblemente Sch.Bek.Il.17.75.
2 incomprensiblemente ἀ. ἔχειν περὶ οὗ νῦν ἐστιν ὁ λόγος Ph.1.78.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάληπτος, -ον)
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, να κατανοήσει, ο ακατανόητος ή ο πολύ δυσνόητος
αρχ.
1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξουσιάσει, να τον κυριέψει
2. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει, άπιαστος
3. αυτός που είναι αδύνατον να γνωσθεί με βεβαιότητα (φιλοσ. όρος των Σκεπτικών)
4. εκείνος που έχει αβεβαιότητα για τη σύλληψη μιας έννοιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καταληπτὸς < καταλαμβάνω.
ΠΑΡ. ακαταληψία
αρχ.
ἀκαταληπτῶ].