ἀκροφανής: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀκροφᾰνής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[de lo que se ve solamente un extremo]] ἰός Nonn.<i>D</i>.37.735, de una isla <i>Peripl.M.Rubri</i> 42.<br /><b class="num">2</b> [[que brilla en lo alto]] de antorchas ἀκροφανὲς σελάγιζε πολυσχιδὲς ἁλλόμενον φῶς Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.18.3, cf. <i>D</i>.10.185.
|dgtxt=(ἀκροφᾰνής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[de lo que se ve solamente un extremo]] ἰός Nonn.<i>D</i>.37.735, de una isla <i>Peripl.M.Rubri</i> 42.<br /><b class="num">2</b> [[que brilla en lo alto]] de antorchas ἀκροφανὲς σελάγιζε πολυσχιδὲς ἁλλόμενον φῶς Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.18.3, cf. <i>D</i>.10.185.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α ἀκροφανὴς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το θηλ. ως ουσ. στη Ναυτ. [[ορολογία]]) <i>η [[ακροφανής]]<br />η [[ακτή]] που [[μόλις]] διαφαίνεται στο [[βάθος]] του ορίζοντα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[μόλις]] διακρίνεται στην [[άκρη]] ή στην [[κορυφή]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>φανὴς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐφάνην</i>, [[φαίνομαι]]].
}}
}}

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροφᾰνής Medium diacritics: ἀκροφανής Low diacritics: ακροφανής Capitals: ΑΚΡΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: akrophanḗs Transliteration B: akrophanēs Transliteration C: akrofanis Beta Code: a)krofanh/s

English (LSJ)

ές,

   A just showing at the edge or tip, Nonn. D.14.138, al.; of an island, Peripl.M.Rubr.42.

German (Pape)

[Seite 85] ές, den Gipfel beleuchtend, ἠώς Nonn. D. 40, 383; vom Pfeile, zuerst erscheinend, 37, 735 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροφᾰνής: -ές, = ἄρτι ἀνατέλλων ἢ φαιδρῶς λάμπων, συχνὸν παρὰ Νόνν.

Spanish (DGE)

(ἀκροφᾰνής) -ές
1 de lo que se ve solamente un extremo ἰός Nonn.D.37.735, de una isla Peripl.M.Rubri 42.
2 que brilla en lo alto de antorchas ἀκροφανὲς σελάγιζε πολυσχιδὲς ἁλλόμενον φῶς Nonn.Par.Eu.Io.18.3, cf. D.10.185.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκροφανὴς)
νεοελλ.
(το θηλ. ως ουσ. στη Ναυτ. ορολογία) η ακροφανής
η ακτή που μόλις διαφαίνεται στο βάθος του ορίζοντα
αρχ.
αυτός που μόλις διακρίνεται στην άκρη ή στην κορυφή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + -φανὴς < ἐφάνην, φαίνομαι].