ἀκτίτης: Difference between revisions
γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → bane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house
(big3_2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[habitante de la costa]] ἀκτῖτ' ὦ καλαμευτά ¡eh tú! pescador de la costa</i>, <i>AP</i> 6.304 (Phan.).<br /><b class="num">2</b> ἀ. λίθος [[piedra de la Costa]], e.e., procedente del Pireo <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1668.16, 1661.20 (ambas IV a.C.), o de Argólide, S.<i>Fr</i>.65, cf. [[Ἀκτή]] I 1 y [[Ἀκτή]] I 3. | |dgtxt=-ου<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[habitante de la costa]] ἀκτῖτ' ὦ καλαμευτά ¡eh tú! pescador de la costa</i>, <i>AP</i> 6.304 (Phan.).<br /><b class="num">2</b> ἀ. λίθος [[piedra de la Costa]], e.e., procedente del Pireo <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1668.16, 1661.20 (ambas IV a.C.), o de Argólide, S.<i>Fr</i>.65, cf. [[Ἀκτή]] I 1 y [[Ἀκτή]] I 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκτίτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] της ακτής, της παραλίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀκτίτης]] [[λίθος]]» — [[λίθος]] από τον Πειραιά ή την Αργολίδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκτή]] (Ι)<br />τόσο ο Πειραιάς όσο και η [[περιοχή]] της Αργολίδας ονομάζονταν γενικότερα [[ἀκτή]], απ’ όπου και η [[ονομασία]] του λίθου]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (ἀκτή α)
A dwelleroncoast, AP6.304 (Phan.). II ἀ. λίθος stone from the Piraeus (cf. ἀκτή (A) 1.2), IG2.1054.16, al.; from the Argolid, S.Fr.68.
German (Pape)
[Seite 86] ὁ, am Meeresgestade, λίθος Soph. frg. 72; καλαμευτής Phani. 7 (VI, 304).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (ἀκτή), ὁ κατοικῶν εἰς τὴν παραλίαν, Ἀνθ. Π. 6. 304. ΙΙ. ἀκτ. λίθος, λίθος ἐξ Ἀττικῆς (πρβλ. ἀκτὴ (Λ) Ι. 2.), δηλ. μάρμαρον ἐκ τοῦ Πεντελικοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 72, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λ. ἀκτή.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
habitant du littoral.
Étymologie: ἀκτή².
Spanish (DGE)
-ου
• Prosodia: [-ῑ-]
1 habitante de la costa ἀκτῖτ' ὦ καλαμευτά ¡eh tú! pescador de la costa, AP 6.304 (Phan.).
2 ἀ. λίθος piedra de la Costa, e.e., procedente del Pireo IG 22.1668.16, 1661.20 (ambas IV a.C.), o de Argólide, S.Fr.65, cf. Ἀκτή I 1 y Ἀκτή I 3.
Greek Monolingual
ἀκτίτης, ο (Α)
1. κάτοικος της ακτής, της παραλίας
2. φρ. «ἀκτίτης λίθος» — λίθος από τον Πειραιά ή την Αργολίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτή (Ι)
τόσο ο Πειραιάς όσο και η περιοχή της Αργολίδας ονομάζονταν γενικότερα ἀκτή, απ’ όπου και η ονομασία του λίθου].