ἀλυσιτέλεια: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(big3_3) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[inconveniente]], [[desventaja]] ἀ. καὶ [[δυσχρηστία]] Plb.4.47.1. | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[inconveniente]], [[desventaja]] ἀ. καὶ [[δυσχρηστία]] Plb.4.47.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀλυσιτέλεια]]) [[ἀλυσιτελής]]<br />[[έλλειψη]] ωφέλειας ή κέρδους, το ανώφελο, το ασύμφορο, η [[ζημιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A damage, prejudice, Plb.4.47.1.
German (Pape)
[Seite 111] ἡ, Schaden, Verlust, Pol. 4, 47.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῡσῐτέλεια: ἡ, βλάβη, ζημία, Πολύβ. 4, 47, 1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
inconveniente, desventaja ἀ. καὶ δυσχρηστία Plb.4.47.1.
Greek Monolingual
η (Α ἀλυσιτέλεια) ἀλυσιτελής
έλλειψη ωφέλειας ή κέρδους, το ανώφελο, το ασύμφορο, η ζημιά.