ἁμαξιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(big3_3)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[como para cargar un carro]] λίθος X.<i>HG</i> 2.4.27, Arist.<i>Mir</i>.838<sup>b</sup>1, D.55.20, Diph.38.6, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.463.45 (IV a.C.), cf. 1<sup>2</sup>.313.97 (V a.C.), γόγγροι Eudox.<i>Fr</i>.318, ἁ. χρήματα dinero a carretadas</i>, <i>Com.Adesp</i>.835<br /><b class="num">•</b>fig. ἁμαξιαῖα ῥήματα palabras de una carretada e.d. muy largas</i> Polyzel.6A, Canthar.6B, Diogenian.1.3.41.
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[como para cargar un carro]] λίθος X.<i>HG</i> 2.4.27, Arist.<i>Mir</i>.838<sup>b</sup>1, D.55.20, Diph.38.6, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.463.45 (IV a.C.), cf. 1<sup>2</sup>.313.97 (V a.C.), γόγγροι Eudox.<i>Fr</i>.318, ἁ. χρήματα dinero a carretadas</i>, <i>Com.Adesp</i>.835<br /><b class="num">•</b>fig. ἁμαξιαῖα ῥήματα palabras de una carretada e.d. muy largas</i> Polyzel.6A, Canthar.6B, Diogenian.1.3.41.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἁμαξιαῖος]] και -ξαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τόσο όγκο, ώστε να γεμίζει μιαν [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἁμαξιαῖα ρήματα», πομπώδεις φράσεις, παχιά [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ιαῖος</i>, ο δε τ. [[ἁμαξαῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξιαῖος Medium diacritics: ἁμαξιαῖος Low diacritics: αμαξιαίος Capitals: ΑΜΑΞΙΑΙΟΣ
Transliteration A: hamaxiaîos Transliteration B: hamaxiaios Transliteration C: amaksiaios Beta Code: a(maciai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A large enough to load a wagon, λίθος X.HG2.4.27, Arist.Mir.838b1, D.55.20, Diph. 38, cf.IG22.463.45, Ἐφ.Ἀρχ. 1895.59: metaph., ἁ. ῥῆμα of big words, Com.Adesp.836; ἁ. χρήματα money in cart-loads, ib.835.

German (Pape)

[Seite 115] α, ον, so groß, daß zum Fortschaffen, in Wagen nöthig ist, λίθοι Xen. An. 4, 2, 3; Hell. 2, 4. 27; vgl. Diphil. Ath. IV, 165 f, γρήματα B. A. 24. ῥήματα Diogen. 3, 41, = μεγάλα κομπάσματα: γόγγροι Ath. VII. 288 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξιαῖος: -α, -ον, ἀρκούντως μέγας ὥστε νὰ πληρώσῃ ὁλόκληρον ἅμαξαν, λίθος Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 27, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκουσμ. 98, Δημ. 1277. 12, Δίφιλ. ἐν «Ἐναγίσμασιν» 1. 6: ― μεταφ. ἁμαξ. (ῥήματα) «μεγάλα κομπάσματα», ἐπὶ πομπωδῶν λέξεων, Παροιμ. Διογενιαν. ΙΙΙ. 41: ἁμαξ. χρήματα, «μεγάλα, ἃ φέροι ἂν ἅμαξα, οὐκ ἄνθρωποςὑποζύγιον, Κωμ. Ἀνών. 256 (Α. Β. 24. 32).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
énorme, litt. qui ferait la charge d’un chariot.
Étymologie: ἅμαξα.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Prosodia: [ᾰ-]
como para cargar un carro λίθος X.HG 2.4.27, Arist.Mir.838b1, D.55.20, Diph.38.6, IG 22.463.45 (IV a.C.), cf. 12.313.97 (V a.C.), γόγγροι Eudox.Fr.318, ἁ. χρήματα dinero a carretadas, Com.Adesp.835
fig. ἁμαξιαῖα ῥήματα palabras de una carretada e.d. muy largas Polyzel.6A, Canthar.6B, Diogenian.1.3.41.

Greek Monolingual

ἁμαξιαῖος και -ξαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που έχει τόσο όγκο, ώστε να γεμίζει μιαν άμαξα
2. φρ. «ἁμαξιαῖα ρήματα», πομπώδεις φράσεις, παχιά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -ιαῖος, ο δε τ. ἁμαξαῖος < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -αῖος].