ἀμεμφής: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
(big3_3)
(3)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas y abstr. [[irreprochable]], [[intachable]], [[magnífico]] Φιλότητος ἀμεμφέος [[ἄμβροτος]] ὁρμή Emp.B 35.13, ἀ. ἰῷ μελισσᾶν Pi.<i>O</i>.6.46, πλόκος B.17.114, πλοῦτος A.<i>Pers</i>.168, Isyll.23, δέξαι τόδ' ἀμ[ε] νπhὲς [[ἄγαλμα]] <i>IG</i> 12(3).1075 (Melos V a.C.), [[δῆρις]] A.R.4.1767, τροφή Lyc.573, εὔκλεια Ἀρχ.Ἐφ. 1910.66 (Pireo), [[βίος]] Plu.<i>Cim</i>.2, ἔργον Plu.2.439b, [[ἀρχή]] Iul.<i>Or</i>.3.99a, βότρυς Nonn.<i>D</i>.24.229<br /><b class="num">•</b>tb. de pers. γείνατο παῖδ' ἀμεμφῆ A.<i>Supp</i>.581.<br /><b class="num">2</b> [[que no reprocha]], [[que no se queja]] εἰ τὸ θεῖον εὔκολόν τις ἡγεῖται καὶ ἀμεμφὲς εἶναι τῶν ἀμελειῶν si se considera que la divinidad es contentadiza y que no reprocha los actos de negligencia</i> Plu.<i>Aem</i>.3, τὸ πρὸς τὴν τύχην ἵλεων καὶ ἀμεμφές una actitud propicia y que no se queja de la suerte</i> Plu.2.610e.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς, jón. -έως [[irreprochable]], [[magníficamente]] οὐ γὰρ ἀμεμφέως τῶν πᾶν ἐξέστηκεν Emp.B 35.9, εὐκάρπους καιρῶν γενέσεις ἐπάγουσαι ἀμεμφῶς Orph.<i>H</i>.43.11, ταῖς ἄλλαις ὑπηρεσίαις ἀμεμφῶς ὑπ' ἐμοῦ πεπραγμέναις <i>MAMA</i> 8.413 a 17 (Afrodisias).
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas y abstr. [[irreprochable]], [[intachable]], [[magnífico]] Φιλότητος ἀμεμφέος [[ἄμβροτος]] ὁρμή Emp.B 35.13, ἀ. ἰῷ μελισσᾶν Pi.<i>O</i>.6.46, πλόκος B.17.114, πλοῦτος A.<i>Pers</i>.168, Isyll.23, δέξαι τόδ' ἀμ[ε] νπhὲς [[ἄγαλμα]] <i>IG</i> 12(3).1075 (Melos V a.C.), [[δῆρις]] A.R.4.1767, τροφή Lyc.573, εὔκλεια Ἀρχ.Ἐφ. 1910.66 (Pireo), [[βίος]] Plu.<i>Cim</i>.2, ἔργον Plu.2.439b, [[ἀρχή]] Iul.<i>Or</i>.3.99a, βότρυς Nonn.<i>D</i>.24.229<br /><b class="num">•</b>tb. de pers. γείνατο παῖδ' ἀμεμφῆ A.<i>Supp</i>.581.<br /><b class="num">2</b> [[que no reprocha]], [[que no se queja]] εἰ τὸ θεῖον εὔκολόν τις ἡγεῖται καὶ ἀμεμφὲς εἶναι τῶν ἀμελειῶν si se considera que la divinidad es contentadiza y que no reprocha los actos de negligencia</i> Plu.<i>Aem</i>.3, τὸ πρὸς τὴν τύχην ἵλεων καὶ ἀμεμφές una actitud propicia y que no se queja de la suerte</i> Plu.2.610e.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς, jón. -έως [[irreprochable]], [[magníficamente]] οὐ γὰρ ἀμεμφέως τῶν πᾶν ἐξέστηκεν Emp.B 35.9, εὐκάρπους καιρῶν γενέσεις ἐπάγουσαι ἀμεμφῶς Orph.<i>H</i>.43.11, ταῖς ἄλλαις ὑπηρεσίαις ἀμεμφῶς ὑπ' ἐμοῦ πεπραγμέναις <i>MAMA</i> 8.413 a 17 (Afrodisias).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμεμφής]], -ές (Α)<br />ο [[άμεμπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> -<i>μεμφὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέμφομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμεμφία]].
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμεμφής Medium diacritics: ἀμεμφής Low diacritics: αμεμφής Capitals: ΑΜΕΜΦΗΣ
Transliteration A: amemphḗs Transliteration B: amemphēs Transliteration C: amemfis Beta Code: a)memfh/s

English (LSJ)

ές, mostly in pass. sense,

   A = ἄμεμπτος 1, IG12(3).1075 (Melos), Pi.O.6.46, A.Pers.168, Supp.581; in epitaph, Εὔκλειαν ἀ. Ἀρχ. Ἐφ. 1910.66 (Piraeus):—poet. and late Prose, Plu.Cim.2, Jul. Or.2.99a.    II Act., = ἄμεμπτος 11, Plu.2.610e; ἀ. τῶν ἀμελειῶν Id.Aem.3. Adv. -φῶς, Ion. -φέως Orph.H.43.11.

German (Pape)

[Seite 121] ές, dasselbe, παῖς Aesch. Suppl. 576; πλοῦτος Pers. 164; Pind. ἰὸς μελισσᾶν Ol. 6, 46; Sp. D.; Plut. Cim. 2, der es auch act. braucht, τινός, Aemil. P. 3. Bei Hom. Iliad. 12, 435 v. l. ἀμεμφέα μισθόν, s. Scholl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεμφής: -ές, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μετὰ παθητ. σημασ. = ἄμεμπτος Ι. Παλ. Ἐπιγρ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 3 (σ. 9), Πινδ. Ο. 6. 78, Αἰσχύλ. Πέρσ. 168, Ἱκ. 581: πρβλ. ἀμόμφητος: ― ποιητ. τύπος ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς μεταγ. πεζοῖς, ὡς Πλουτ. Κίμ. 2. ΙΙ. ἐνεργ. = ἄμεμπτος ΙΙ, Πλούτ. 2, 610Ε· ἀμ. τῶν ἀμελειῶν ὁ αὐτ. Αἰμύλ. 3. ― Ἐπίρρ.: -φῶς, Ἰων. -φέως, Ὀρφ. Ὕμν. 42. 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 irréprochable;
2 qui ne fait pas de reproche de, gén..
Étymologie: ἀ, μέμφομαι.

English (Slater)

ᾰμεμφής
   1 blameless δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες ἀμεμφεῖ ἰῷ μελισσᾶν καδόμενοι i. e. honey (O. 6.46)

Spanish (DGE)

-ές
I 1de cosas y abstr. irreprochable, intachable, magnífico Φιλότητος ἀμεμφέος ἄμβροτος ὁρμή Emp.B 35.13, ἀ. ἰῷ μελισσᾶν Pi.O.6.46, πλόκος B.17.114, πλοῦτος A.Pers.168, Isyll.23, δέξαι τόδ' ἀμ[ε] νπhὲς ἄγαλμα IG 12(3).1075 (Melos V a.C.), δῆρις A.R.4.1767, τροφή Lyc.573, εὔκλεια Ἀρχ.Ἐφ. 1910.66 (Pireo), βίος Plu.Cim.2, ἔργον Plu.2.439b, ἀρχή Iul.Or.3.99a, βότρυς Nonn.D.24.229
tb. de pers. γείνατο παῖδ' ἀμεμφῆ A.Supp.581.
2 que no reprocha, que no se queja εἰ τὸ θεῖον εὔκολόν τις ἡγεῖται καὶ ἀμεμφὲς εἶναι τῶν ἀμελειῶν si se considera que la divinidad es contentadiza y que no reprocha los actos de negligencia Plu.Aem.3, τὸ πρὸς τὴν τύχην ἵλεων καὶ ἀμεμφές una actitud propicia y que no se queja de la suerte Plu.2.610e.
II adv. -ῶς, jón. -έως irreprochable, magníficamente οὐ γὰρ ἀμεμφέως τῶν πᾶν ἐξέστηκεν Emp.B 35.9, εὐκάρπους καιρῶν γενέσεις ἐπάγουσαι ἀμεμφῶς Orph.H.43.11, ταῖς ἄλλαις ὑπηρεσίαις ἀμεμφῶς ὑπ' ἐμοῦ πεπραγμέναις MAMA 8.413 a 17 (Afrodisias).

Greek Monolingual

ἀμεμφής, -ές (Α)
ο άμεμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + -μεμφὴς < μέμφομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεμφία.