ἀμία: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀμίας]], -ου, ὁ Matro <i>Conu</i>.61<br />ict. un tipo de [[bonito]], [[Palamys sarda CV]], Epich.23, 71, Archipp.20, Matro l.c., Archestr.35.1, Arist.<i>HA</i> 488<sup>a</sup>6, 506<sup>b</sup>13, <i>Fr</i>.308, Sotad.Com.1.26, <i>PCair.Zen</i>.83.2 (III a.C.), Plin.<i>HN</i> 9.49, Plu.2.966a, Ael.<i>NA</i> 16.12, Opp.<i>H</i>.2.554, 3.144.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Existe una propuesta de relación c. egipcio <i>mhit</i>.<br />φυλάκια Hsch. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀμίας]], -ου, ὁ Matro <i>Conu</i>.61<br />ict. un tipo de [[bonito]], [[Palamys sarda CV]], Epich.23, 71, Archipp.20, Matro l.c., Archestr.35.1, Arist.<i>HA</i> 488<sup>a</sup>6, 506<sup>b</sup>13, <i>Fr</i>.308, Sotad.Com.1.26, <i>PCair.Zen</i>.83.2 (III a.C.), Plin.<i>HN</i> 9.49, Plu.2.966a, Ael.<i>NA</i> 16.12, Opp.<i>H</i>.2.554, 3.144.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Existe una propuesta de relación c. egipcio <i>mhit</i>.<br />φυλάκια Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμία]], η και [[ἀμίας]], ο (Α)<br />[[είδος]] ψαριού, ίσως η [[παλαμίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να πρόκειται για λ. αιγυπτιακής προέλευσης, <b>[[πρβλ]].</b> αιγυπτ. <i>mehi</i>, <i>mhit</i> (= [[ονομασία]] ψαριού)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), ἡ, kind of
A tunny, which ascends rivers, perh. bonito, Sotad.Com.1.26, Archipp.20,Arist.HA506b13, Fr.308:—also ἀμίας, ου, ὁ, MatroConv.61:—gender indeterminate, Epich.59, cf.124, Arist. HA488a7, al.
ἀμία (B)· φυλακία, Hsch.
German (Pape)
[Seite 124] ἡ (Matr. bei Ath. IV, 135 c ἀμίας, ὁ), eine Art Thunfisch, Arist. H. A. 6, 17; Opp. H. 2, 154.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμία: ἡ, γόμφος, γομφάριον, κοινῶς «γουφάρι»· ὁ ἰχθὺς οὗτος ἔχει ὀδόντας ἰσχυρούς, καθὰ δὲ λέγει ὁ Ἀριστ., «καὶ τῶν ἰσχυροτέρων ἰχθύων περιγίνεται»· καταφρονεῖ δὲ καὶ αὐτῶν τῶν δελφίνων, ὡς λέγει ὁ Ὀππ. Ἁλ. Β, 554: καὶ ὁ τρώκτης δὲ ἦτο συνώνυμος τῇ ἀμίᾳ (Αἰλ. π. Ζ. Α. 5). «Ἀριστοτέλης τὰς ἀμίας περὶ Ἀλωπεκόννησον καὶ ἐν τῇ Βιστονίδι λίμνῃ γίνεσθαι λέγει μάλιστα» (περὶ Ζ. Ἱστ. Η΄, 13) Κορ. σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 76· ὡσαύτως ἀρσ. ἀμίας, ου, ὁ, κυανόχρως δ’ ἀμίας... μέγας Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135F. - ἐν πολλοῖς χωρίοις τὸ γένος εἶναι ἀβέβαιον, Ἐπίχ. 30 Ahr., Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσι» 7, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 24., 8. 2, 24, καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sorte de thon, poisson.
Étymologie: DELG -.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀμίας, -ου, ὁ Matro Conu.61
ict. un tipo de bonito, Palamys sarda CV, Epich.23, 71, Archipp.20, Matro l.c., Archestr.35.1, Arist.HA 488a6, 506b13, Fr.308, Sotad.Com.1.26, PCair.Zen.83.2 (III a.C.), Plin.HN 9.49, Plu.2.966a, Ael.NA 16.12, Opp.H.2.554, 3.144.
• Etimología: Existe una propuesta de relación c. egipcio mhit.
φυλάκια Hsch.
Greek Monolingual
ἀμία, η και ἀμίας, ο (Α)
είδος ψαριού, ίσως η παλαμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να πρόκειται για λ. αιγυπτιακής προέλευσης, πρβλ. αιγυπτ. mehi, mhit (= ονομασία ψαριού)].