ἀμφισβητήσιμος: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[debatido]], [[discutido]] ἀγαθά Arist.<i>Rh</i>.1362<sup>b</sup>29, τὰ ἀ. propiedad en disputa</i> Pl.<i>Lg</i>.954c, τίμησις Pl.<i>Lg</i>.878e.<br /><b class="num">2</b> [[discutible]], [[debatible]] Antipho 3.1.1, χώρα X.<i>HG</i> 3.5.3, cf. D.7.43, Theopomp.Hist.313, τοῦ δὲ πράγματος οὐκέτ' ὄντος ἀμφισβητησίμου estando resuelto ya el caso</i> D.24.9, περὶ τῶν ἀ. ἀγωνιζόμεθα Isoc.3.8<br /><b class="num">•</b>[[dudoso]] μάχη Pl.<i>Mx</i>.242b, γένησις Plu.2.665d, ἀ. καὶ τοῦτο λέγεις καὶ οὐδέν πω σαφές Pl.<i>Grg</i>.451d, οἱ δικασταὶ τῷ μηδὲν ἀμφισβητήσιμον ἔχοντι προστίθενται Plu.2.743a, ἀ. ἐστι πότερον ... es dudoso si</i> Arist.<i>Metaph</i>.996<sup>b</sup>27<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. ἐπένευσε μόλις καὶ ἀ. ἡ [[Δωρίς]] Aristaenet.1.22.32. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[debatido]], [[discutido]] ἀγαθά Arist.<i>Rh</i>.1362<sup>b</sup>29, τὰ ἀ. propiedad en disputa</i> Pl.<i>Lg</i>.954c, τίμησις Pl.<i>Lg</i>.878e.<br /><b class="num">2</b> [[discutible]], [[debatible]] Antipho 3.1.1, χώρα X.<i>HG</i> 3.5.3, cf. D.7.43, Theopomp.Hist.313, τοῦ δὲ πράγματος οὐκέτ' ὄντος ἀμφισβητησίμου estando resuelto ya el caso</i> D.24.9, περὶ τῶν ἀ. ἀγωνιζόμεθα Isoc.3.8<br /><b class="num">•</b>[[dudoso]] μάχη Pl.<i>Mx</i>.242b, γένησις Plu.2.665d, ἀ. καὶ τοῦτο λέγεις καὶ οὐδέν πω σαφές Pl.<i>Grg</i>.451d, οἱ δικασταὶ τῷ μηδὲν ἀμφισβητήσιμον ἔχοντι προστίθενται Plu.2.743a, ἀ. ἐστι πότερον ... es dudoso si</i> Arist.<i>Metaph</i>.996<sup>b</sup>27<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. ἐπένευσε μόλις καὶ ἀ. ἡ [[Δωρίς]] Aristaenet.1.22.32. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφισβητήσιμος]], -ον) [[ἀμφισβητῶ]]<br />αυτός που επιδέχεται [[αμφισβήτηση]], αυτός για τον οποίο υπάρχει [[διαφωνία]], [[αντίρρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) <i>τὰ ἀμφισβητήσιμα</i> διαφιλονικούμενη [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χώρα]] [[ἀμφισβητήσιμος]]» — γη αμφισβητούμενης κυριότητας. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A disputable, Antipho 3.1.1, etc.; χώρα ἀ. debatable ground, X.HG3.5.3, D.7.43, Hell.Oxy. 13.3, Theopomp. ap. Phot.p.104 R.; τὰ ἀ. disputed property, Pl.Lg. 954c; ἀ. ἀγαθά Arist.Rh.1362b29; doubtful, Pl.Smp.175e; ἀ. ἐστι πότερον . . Arist.Metaph.996b27; οὐκέτ' ἐν -ησίμῳ τὰ πράγματα ἦν D. 18.139.
German (Pape)
[Seite 144] ον, streitig, zweifelhaft, oft bei Att.; χώρα Xen. Hell. 3, 5, 3; ἀμφισβητήσιμον ὑμῖν την χώραν κατεσκεύακεν Dem. 7, 43; τὰ ἀμφ. ἐᾶν, sich nicht um das Zweifelhafte kümmern, Is. 1, 25; τοῦ πράγματος οὐκέτ' ὄντος ἀμφισβητησίμου Dem. 24, 9, da die Sache ausgemacht ist; τὰ πράγματα ἐν ἀμφισβητησίμῳ ἦν Dem.; τῆς μάχης ἀμφισβητησίμου γενομένης, unentschieden, Plat. Menex. 242 b; u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφισβητήσιμος: -ον, ὁ ἀμφισβητούμενος ἢ ὃν δύναταί τις νὰ ἀμφισβητήσῃ, ὑποκείμενος εἰς ἀντιρρήσεις, ἀμφίβολος, Ἀντιφῶν 120, 41, Πλάτ. Συμπ. 175Ε, κτλ.· χώρα ἀμφ., ἔδαφος ἀμφισβητούμενον, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 3, Δημ. 87. 13· τὰ ἀμφ., περιουσία διαφιλονεικουμένη, Πλάτ. Νόμ. 954C· ἀμφ. ἀγαθὰ Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 18· ἀμφ. ἐστι, εἶναι ἀντικείμενον συζητήσεως ἢ ἀμφιβολίας, πότερον... ὁ αὐτ. Μεταφ. 2. 2, 10· οὕτως, οὐκέτ’ ἐν ἀμφισβητησίμῳ τὰ πράγματα ἦν Δημ. 274. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sujet à contestation.
Étymologie: ἀμφισβητέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 debatido, discutido ἀγαθά Arist.Rh.1362b29, τὰ ἀ. propiedad en disputa Pl.Lg.954c, τίμησις Pl.Lg.878e.
2 discutible, debatible Antipho 3.1.1, χώρα X.HG 3.5.3, cf. D.7.43, Theopomp.Hist.313, τοῦ δὲ πράγματος οὐκέτ' ὄντος ἀμφισβητησίμου estando resuelto ya el caso D.24.9, περὶ τῶν ἀ. ἀγωνιζόμεθα Isoc.3.8
•dudoso μάχη Pl.Mx.242b, γένησις Plu.2.665d, ἀ. καὶ τοῦτο λέγεις καὶ οὐδέν πω σαφές Pl.Grg.451d, οἱ δικασταὶ τῷ μηδὲν ἀμφισβητήσιμον ἔχοντι προστίθενται Plu.2.743a, ἀ. ἐστι πότερον ... es dudoso si Arist.Metaph.996b27
•neutr. como adv. ἐπένευσε μόλις καὶ ἀ. ἡ Δωρίς Aristaenet.1.22.32.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφισβητήσιμος, -ον) ἀμφισβητῶ
αυτός που επιδέχεται αμφισβήτηση, αυτός για τον οποίο υπάρχει διαφωνία, αντίρρηση
αρχ.
1. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τὰ ἀμφισβητήσιμα διαφιλονικούμενη περιουσία
2. φρ. «χώρα ἀμφισβητήσιμος» — γη αμφισβητούμενης κυριότητας.