ἀνακογχυλιάζω: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
(big3_4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀνακογχῠλιάζω) <b class="num">1</b> [[desconchar]], [[romper el sello]], e.d., [[alterar]] τῆς δ' ἐπικλήρου τὴν διαθήκην ἀδικεῖς ἀνακογχυλιάζων Ar.<i>V</i>.589, cf. Aristid.<i>Or</i>.51.9.<br /><b class="num">2</b> [[hacer gárgaras]] ὕδατι Pl.<i>Smp</i>.185d, cf. Hsch. | |dgtxt=(ἀνακογχῠλιάζω) <b class="num">1</b> [[desconchar]], [[romper el sello]], e.d., [[alterar]] τῆς δ' ἐπικλήρου τὴν διαθήκην ἀδικεῖς ἀνακογχυλιάζων Ar.<i>V</i>.589, cf. Aristid.<i>Or</i>.51.9.<br /><b class="num">2</b> [[hacer gárgaras]] ὕδατι Pl.<i>Smp</i>.185d, cf. Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἀνακοχγυλιάζω (Α)<br /><b>1.</b> [[παραβιάζω]] τη [[σφραγίδα]] εγγράφου, το απόρρητο του και [[αλλάζω]] το [[περιεχόμενο]] του<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[γαργάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κογχυλιάζω]] <span style="color: red;"><</span> [[κογχύλιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀνακογχυλιασμός]], <i>ἀνακογχυλιαστόν</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
(κόγχη)
A break open the capsule covering the seal of a will, διαθήκην Ar.V.589 (with double entente), cf. Aristid.Or. 51(27).9. 2 = ἀναγαργαρίζω (sc. ὕδατι), Pl.Smp.185d (but ἀνακογχυλίσαι, Hsch.).
German (Pape)
[Seite 192] gurgeln, Plat. Conv. 185 d; = ἀναγαργαρίζω, Tim. Lex.; bei Ar. Vesp. 589, διαθήκην, verfälschen, nachdem man die Siegel (κόγχη) geöffnet; ἀνακογχυλιαστόν Plat. com. Poll. 6, 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακογχῠλιάζω: (κόγχη) ἀνοίγω καὶ παραχαράττω, παραποιῶ σφραγῖδα, Ἀριστοφ. Σφ. 589. 2) = ἀναγαργαρίζω (ἐνν. ὕδατι), Πλάτ. Συμπ. 185D, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Φίλοις», 5, Ruhnk Τίμ.
French (Bailly abrégé)
1 se gargariser;
2 briser la coquille qui préserve le sceau (d’un testament).
Étymologie: ἀνά, κογχυλιάζω c. κογχυλίζω.
Spanish (DGE)
(ἀνακογχῠλιάζω) 1 desconchar, romper el sello, e.d., alterar τῆς δ' ἐπικλήρου τὴν διαθήκην ἀδικεῖς ἀνακογχυλιάζων Ar.V.589, cf. Aristid.Or.51.9.
2 hacer gárgaras ὕδατι Pl.Smp.185d, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἀνακοχγυλιάζω (Α)
1. παραβιάζω τη σφραγίδα εγγράφου, το απόρρητο του και αλλάζω το περιεχόμενο του
2. κάνω γαργάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κογχυλιάζω < κογχύλιον.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνακογχυλιασμός, ἀνακογχυλιαστόν].