ἀνάρμενος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no equipado]], [[ἀνάρμενος]] ἂν παραβάλλῃ πλώειν <i>AP</i> 11.29 (Autom.).
|dgtxt=-ον<br />[[no equipado]], [[ἀνάρμενος]] ἂν παραβάλλῃ πλώειν <i>AP</i> 11.29 (Autom.).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάρμενος]], -ον)<br />(για ιστιοφόρα) αυτός που δεν έχει τα αναγκαία για [[ταξίδι]] εξαρτήματα, ο μη εξοπλισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ιστιοφόρα) αυτός που λόγω νηνεμίας ή βλάβης δεν μπορεί να αποπλεύσει.
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρμενος Medium diacritics: ἀνάρμενος Low diacritics: ανάρμενος Capitals: ΑΝΑΡΜΕΝΟΣ
Transliteration A: anármenos Transliteration B: anarmenos Transliteration C: anarmenos Beta Code: a)na/rmenos

English (LSJ)

ον,

   A unequipped, AP11.29 (Autom.).

German (Pape)

[Seite 205] nicht ausgerüstet, von einem Schiffe, Automed. 3 a (XI, 29).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρμενος: -ον, (ἄρω) ὁ μὴ κατηρτισμένος, μὴ ἐξηρτυμένος, ἀπαράσκευος, «ἀνάρμενος ἂν παραβάλλῃ πλώειν, τὴν κώπην μηκέτ’ ἔχων ἐρέτου» Αὐτομέδων ἐν Ἀνθ. Π. 11. 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non équipé.
Étymologie: ἀ, ἄρμενος.

Spanish (DGE)

-ον
no equipado, ἀνάρμενος ἂν παραβάλλῃ πλώειν AP 11.29 (Autom.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάρμενος, -ον)
(για ιστιοφόρα) αυτός που δεν έχει τα αναγκαία για ταξίδι εξαρτήματα, ο μη εξοπλισμένος
νεοελλ.
(για ιστιοφόρα) αυτός που λόγω νηνεμίας ή βλάβης δεν μπορεί να αποπλεύσει.