ἀνιστόρητος: Difference between revisions
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas [[que no ha sido investigado]] μηδέν Ph.<i>Bel</i>.78.36<br /><b class="num">•</b>[[que no ha sido registrado]] καινὸν οὐδὲν ... κακίας [[εἶδος]] Plu.2.731c, ὀρνέων ... ἰδέας Agatarch.84, cf. 58, τὸ δὲ Τυρταῖον αὐτοὺ[ς] ... προτετιμ[ηκέ] ναι διὰ μουσικὴν ἀνισ[τόρη] τον ἔοικεν εἶναι Phld.<i>Mus</i>.p.28.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[que desconoce]], [[que carece de información]] περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Plb.12.3.2, μετὰ τὴν ἰσχὺν τ[ῶ] ν διατριβῶν ἀνιστόρητοι Phld.<i>Rh</i>.1.188, τούτων Arr.<i>Epict</i>.1.6.23, τῶν τοιούτων D.Chr.12.59.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin conocer]] τῶν φαύλων ... ἀ. ἔχοιμεν somos desconocedores de los que valen poco</i> Plu.<i>Demetr</i>.1. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas [[que no ha sido investigado]] μηδέν Ph.<i>Bel</i>.78.36<br /><b class="num">•</b>[[que no ha sido registrado]] καινὸν οὐδὲν ... κακίας [[εἶδος]] Plu.2.731c, ὀρνέων ... ἰδέας Agatarch.84, cf. 58, τὸ δὲ Τυρταῖον αὐτοὺ[ς] ... προτετιμ[ηκέ] ναι διὰ μουσικὴν ἀνισ[τόρη] τον ἔοικεν εἶναι Phld.<i>Mus</i>.p.28.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[que desconoce]], [[que carece de información]] περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Plb.12.3.2, μετὰ τὴν ἰσχὺν τ[ῶ] ν διατριβῶν ἀνιστόρητοι Phld.<i>Rh</i>.1.188, τούτων Arr.<i>Epict</i>.1.6.23, τῶν τοιούτων D.Chr.12.59.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin conocer]] τῶν φαύλων ... ἀ. ἔχοιμεν somos desconocedores de los que valen poco</i> Plu.<i>Demetr</i>.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=κ. [[ανιστόριστος]], -η, -ο (AM [[ἀνιστόρητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αγνοεί την [[ιστορία]], ο ιστορικά [[αμόρφωτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αναφέρεται από την [[ιστορία]], [[αμνημόνευτος]], [[ακατάγραφος]], [[άγνωστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αμόρφωτος]], [[αγράμματος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να περιγραφεί («λαχτάρες ανιστόριστες», «Εσύ με τ' ανιστόριστα τα κάλλη» (Κ. Παλαμάς)<br /><b>μσν.</b><br />(για εκκλησίες) ο μη ζωγραφισμένος, ο [[δίχως]] εικόνες, [[αζωγράφητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απληροφόρητος]] για [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A ignorant of history, uninformed, περί τινος Plb.12.3.2; τινός Phld.Rh.1.188S., Arr.Epict.1.6.23, cf. D. Chr.12.59. Adv. -τως, ἔχειν τινός Plu.Demetr.1. II uninvestigated, Ph.Bel.78.36; unrecorded, Phld.Mus.p.28K., Plu.2.731c; χώρα, ἰδέαι ὀρνέων, Agatharch.58,84.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιστόρητος: -ον, ὁ ἀγνοῶν τὴν ἱστορίαν, ἀμαθής, ἀπαίδευτος, μή γνωρίζων, ἀνιστόρητος περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Πολύβ. 12. 3, 2· ἀθέατοι τῶν τοιούτων καὶ ἀνιστόρητοι Δ. Χρυσ. λόγ. 12, τόμ. 1, σ. 404: - Ἐπίρρ., ἀνιστορήτως ἔχειν τινὸς Πλουτ. Δημήτρ. 1. ΙΙ. μὴ μνημονευόμενος ἐν τῇ ἱστορίᾳ, ἄγνωστος, ὁ αὐτ. 2. 731C, 733Β, Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 453. 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non renseigné sur, gén. ou περί τινος sur qch;
2 non mentionné dans l’histoire, inconnu.
Étymologie: ἀ, ἱστορέω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de cosas que no ha sido investigado μηδέν Ph.Bel.78.36
•que no ha sido registrado καινὸν οὐδὲν ... κακίας εἶδος Plu.2.731c, ὀρνέων ... ἰδέας Agatarch.84, cf. 58, τὸ δὲ Τυρταῖον αὐτοὺ[ς] ... προτετιμ[ηκέ] ναι διὰ μουσικὴν ἀνισ[τόρη] τον ἔοικεν εἶναι Phld.Mus.p.28.
2 de pers. que desconoce, que carece de información περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Plb.12.3.2, μετὰ τὴν ἰσχὺν τ[ῶ] ν διατριβῶν ἀνιστόρητοι Phld.Rh.1.188, τούτων Arr.Epict.1.6.23, τῶν τοιούτων D.Chr.12.59.
II adv. -ως sin conocer τῶν φαύλων ... ἀ. ἔχοιμεν somos desconocedores de los que valen poco Plu.Demetr.1.
Greek Monolingual
κ. ανιστόριστος, -η, -ο (AM ἀνιστόρητος, -ον)
1. αυτός που αγνοεί την ιστορία, ο ιστορικά αμόρφωτος
2. αυτός που δεν αναφέρεται από την ιστορία, αμνημόνευτος, ακατάγραφος, άγνωστος
νεοελλ.
1. αμόρφωτος, αγράμματος
2. αυτός που δεν μπορεί να περιγραφεί («λαχτάρες ανιστόριστες», «Εσύ με τ' ανιστόριστα τα κάλλη» (Κ. Παλαμάς)
μσν.
(για εκκλησίες) ο μη ζωγραφισμένος, ο δίχως εικόνες, αζωγράφητος
αρχ.
απληροφόρητος για κάτι.