ανόητος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(No difference)
|
Revision as of 06:55, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνόητος, -ον)
1. (για ανθρώπους) αστόχαστος, αυτός που δεν έχει μυαλό, δεν είναι σέ θέση να σκεφθεί ή να καταλάβει
2. (για λόγια ή πράξεις) ασύνετος, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος
αρχ.
1. (παθ. σημ.) αυτός για τον οποίο δέν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει σκέψη, ανήκουστος, ακατανόητος, ακατάληπτος
2. (για τα ζώα) αυτός που στερείται λογικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + νοητός < νοώ (-έω)].