ἀνόμημα: Difference between revisions

From LSJ

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[transgresión de la ley]], [[delito]] Lys. en Phot.p.143R., Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.136, LXX <i>Le</i>.17.16, 20.14, <i>Sap</i>.1.9, D.S.17.5, ᾧ τὸ ἀ. ἐγένετο ὑπὸ τοῦ ἰδίου τέκνου <i>PMag</i>.4.3100 (II d.C.), νίψον ἀνομήματα <i>SEG</i> 26.1016 (Paros).
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[transgresión de la ley]], [[delito]] Lys. en Phot.p.143R., Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.136, LXX <i>Le</i>.17.16, 20.14, <i>Sap</i>.1.9, D.S.17.5, ᾧ τὸ ἀ. ἐγένετο ὑπὸ τοῦ ἰδίου τέκνου <i>PMag</i>.4.3100 (II d.C.), νίψον ἀνομήματα <i>SEG</i> 26.1016 (Paros).
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἀνόμημα]]) [[ανομώ]]<br />[[υπέρβαση]] του νόμου, [[ανομία]].
}}
}}

Revision as of 06:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόμημα Medium diacritics: ἀνόμημα Low diacritics: ανόμημα Capitals: ΑΝΟΜΗΜΑ
Transliteration A: anómēma Transliteration B: anomēma Transliteration C: anomima Beta Code: a)no/mhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A transgression of the law, Lys. ap. Phot.p.143 R., LXX Le.20.14, al., Stoic.3.136, D.S.17.5.

German (Pape)

[Seite 240] τό, Gesetzwidrigkeit, Diod. Sic. 17, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόμημα: -ατος, τό, παράβασις τοῦ νόμου, ἄνομος πρᾶξις, Διόδ. 17. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 8940.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
transgresión de la ley, delito Lys. en Phot.p.143R., Chrysipp.Stoic.3.136, LXX Le.17.16, 20.14, Sap.1.9, D.S.17.5, ᾧ τὸ ἀ. ἐγένετο ὑπὸ τοῦ ἰδίου τέκνου PMag.4.3100 (II d.C.), νίψον ἀνομήματα SEG 26.1016 (Paros).

Greek Monolingual

το (AM ἀνόμημα) ανομώ
υπέρβαση του νόμου, ανομία.