ἄνυσμα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(big3_5)
(5)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[realización]], [[fin]] Sch.<i>Od</i>.5.299.
|dgtxt=-ματος, τό [[realización]], [[fin]] Sch.<i>Od</i>.5.299.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἄνυσμα]]) [[ανύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>Μαθ.</b> το [[διάνυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκπλήρωση]], [[αποτέλεσμα]], [[τέλος]].
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνῠσμα Medium diacritics: ἄνυσμα Low diacritics: άνυσμα Capitals: ΑΝΥΣΜΑ
Transliteration A: ánysma Transliteration B: anysma Transliteration C: anysma Beta Code: a)/nusma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A accomplishment, end, Sch.Od.5.299.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνυσμα: -ατος, τό, διάπραξις, ἀποτέλεσμα, κατόρθωμα, τέλος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 299.

Spanish (DGE)

-ματος, τό realización, fin Sch.Od.5.299.

Greek Monolingual

το (Α ἄνυσμα) ανύω
νεοελλ.
Μαθ. το διάνυσμα
αρχ.
εκπλήρωση, αποτέλεσμα, τέλος.